ἐμβρόντητος: Difference between revisions
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />frappé de la foudre ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> frappé de stupeur;<br /><b>2</b> qui a | |btext=ος, ον :<br />frappé de la foudre ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> frappé de stupeur;<br /><b>2</b> qui a l'esprit égaré, insensé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβροντάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:55, 5 September 2022
English (LSJ)
ον, A thunderstruck, stupefied, stupid, ἐ. ποιεῖν τινά v.l. in X.An.3.4.12; ὦμβρόντητε σύ thou gaping fool, Ar.Ec.793; ἐγένετ' ἐ. Antiph.233.4; ἠλιθίους καὶ ἐ. Pl.Alc.2.140c, cf. Men.Pk.273; ἐμβρόντητε, εἶτα νῦν λέγεις; D.18.243. II later of ideas, crack-brained, mad, ἐ. καὶ πεπλανημένον σόφισμα Porph.Chr.35; ἐμβρόντητα δὲ πάντα Orph.Fr. 47.
German (Pape)
[Seite 807] angedonnert, vom Blitze betäubt; übh. erschreckt, verblüfft; Xen. An. 3, 4, 12; blödsinnig, Ar. Eccl. 793; καὶ ἠλίθιος Plat. Alc. II, 140 c; Dem. 18, 243 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρόντητος: -ον, ὑπὸ τῆς βροντῆς πληγείς, ἔκθαμβος, παραπεπληγμένος τὴν διάνοιαν, μαινόμενος, Λατ. attonitus, ἐμβρ. ποιεῖν τινα Ξεν. Ἀν. 3. 4, 12˙ ὦμβρόντητε σύ, ἠλίθιε σύ, «χαμένο κορμί», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 793˙ ἐγένετ’ ἐμβρ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 44˙ ἠλιθίους καὶ ἐμβρ. Πλάτ. Ἀλκ. 2. 240C˙ ἐμβρόντητε, τί νῦν λέξεις, Δημ. 308. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé de la foudre ; fig.
1 frappé de stupeur;
2 qui a l'esprit égaré, insensé.
Étymologie: ἐμβροντάομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 herido, fulminado por el rayo ὥστε κόρακά τινα ... πεσεῖν ὥσπερ ἐμβρόντητον de modo que un cuervo cayó como herido por el rayo D.C.36.30.3, de un perjuro ἐγένετ' ἐμβρόντητος Antiph.230.4.
2 fig. atronado, atónito, estúpido ὦμβρόντητε σύ Ar.Ec.793, cf. D.18.243, Men.Pc.523, Dysc.441, Com.Adesp.1014.42, Luc.DDeor.15.1, τούτους ... οἱ μὲν ἄφρονας ὀνομάζουσιν, οἱ δὲ ἐμβροντήτους a esos ... unos los llaman locos, otros, idiotas Hp.Vict.1.35, cf. Pl.Alc.2.140c, οἱ ἐμβρόντητοι ποιηταί Luc.Tim.1, Philopatr.2, οἱ δὲ ὠχρότεροι (ὀφθαλμοὶ) ἐμβροντήτους σημαίνουσιν Adam.1.6, ἐμβρόντητοι τὴν διάνοιαν γίνονται Hsch.H.Hom.16.4.14,
•de abstr. insensato, loco σόφισμα Porph.Chr.35.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐμβρόντητος, -ον)
κατάπληκτος, σαστισμένος σαν να τον χτύπησε κεραυνός
αρχ.
1. κεραυνόπληκτος, χτυπημένος από κεραυνό
2. τρελός
3. (για ιδέα) παράλογος
4. βλάκας, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους»).
Greek Monotonic
ἐμβρόντητος: -ον, κεραυνόπληκτος, ναρκωμένος, ζαλισμένος, έκθαμβος, αναίσθητος, κατάπληκτος, ηλίθιος, μωρός, Λατ. attonitus, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβρόντητος:
1) пораженный молнией (Ζεὺς ἐμβροντήτους ποιεῖ τοὺς ἐνοικοῦντας Xen. - v.l. βροντῇ κατέπληξε);
2) обезумевший, одуревший Arph., Plat., Dem.
Middle Liddell
ἐμβρόντητος, ον [from ἐμβροντάομαι
thunderstruck, stupefied, stupid, Lat. attonitus, Xen., Dem.