ἐνδυναστεύω: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=être puissant sur <i>ou</i> parmi : τινί régner sur qqn ; <i>avec</i> [[ὥστε]] et l’inf. obtenir par son crédit que.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δυναστεύω]].
|btext=être puissant sur <i>ou</i> parmi : τινί régner sur qqn ; <i>avec</i> [[ὥστε]] et l'inf. obtenir par son crédit que.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δυναστεύω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:10, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδῠναστεύω Medium diacritics: ἐνδυναστεύω Low diacritics: ενδυναστεύω Capitals: ΕΝΔΥΝΑΣΤΕΥΩ
Transliteration A: endynasteúō Transliteration B: endynasteuō Transliteration C: endynasteyo Beta Code: e)ndunasteu/w

English (LSJ)

A to have power or exercise dominion in or among, τισί A.Pers.691; παρά τισι Pl.R.516d; ἐ. ἐν τῷ σώματι Hp.VM20, cf. Iamb.Myst.3.28: abs., Eus.Mynd.39. II procure by one's authority or influence, ἐνδυναστεύει Ἐπαμεινώνδας ὥστε μὴ φυγαδεῦσαι τοὺς κρατίστους X.HG7.1.42. ἐνδυνέω, ἐνδύνω, v. ἐνδύω.

German (Pape)

[Seite 836] darin, darüber herrschen; ἐκείνοις, über jene, Aesch. Pers. 677; οἱ παρ' ἐκείνοις τιμώμενοι καὶ ἐνδυναστεύοντες Plat. Rep. VII, 516 d; Sp. – Bei Xen. Hell. 7, 1, 42 ἐνδυναστεύει, ὥστε μὴ φυγαδεῦσαι, durch sein Ansehen es dahin bringen, daß.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδυναστεύω: δυναστεύω ἐν, ἔχω δύναμιν παρά τινι, ἀπολαύω τιμῆς. χοὶ κατὰ χθονὸς θεοὶ λαβεῖν ἀμείνους εἰσὶν ἢ μεθιέναι ὅμως δ’ ἐκείνοις ἐνδυναστεύσας ἐγὼ ἥκω «μέγα ἐγὼ δυνηθεὶς ἐν τοῖς κάτω θεοῖς οἷα βασιλεύς, καὶ παρ’ ἐκείνων τιμώμενος καὶ μὴ λογιζόμενος ὡς οἱ λοιποὶ τῶν τεθνεώτων ἥκω» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 691· τοὺς παρ’ ἐκείνοις τιμωμένους τε καὶ ἐνδυναστεύοντας Πλάτ. Πολ. 516D· χυμὸς μᾶλλον ἐνδυναστεύων ἐν τῷ σώματι, ὑπερισχύων, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17. ΙΙ. κατορθώνω διὰ τοῦ ἀξιώματός μου. ἐνδυναστεύει Ἐπαμεινώνδας ὥστε μὴ φυγαδεῦσαι τοὺς κρατίστους Ξεν. Ἑλλην. 7.1, 42.

French (Bailly abrégé)

être puissant sur ou parmi : τινί régner sur qqn ; avec ὥστε et l'inf. obtenir par son crédit que.
Étymologie: ἐν, δυναστεύω.

Spanish (DGE)

(ἐνδῠναστεύω) 1 c. suj. de pers. tener poder, reinar sobre, tener el dominio sobre c. dat. o prep. c. dat. ἐκείνοις ἐνδυναστεύσας ἐγὼ ἥκω A.Pers.691, τῆς Καρχηδόνος ... ἐνδυναστευούσης τῇ θαλάττῃ Anon.ined.Vat.3.3, τις ἐνδυναστεύων ... ἐν αὐτῇ (Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ) D.C.68.28.3
abs. ser poderoso, tener autoridad, ejercer influencia ἐνδυναστεύει ὁ Ἐπαμεινώνδας ὥστε μὴ φυγαδεῦσαι τοὺς κρατίστους X.HG 7.1.42, οἱ ... τιμώμενοι τε καὶ ἐνδυναστεύοντες Pl.R.516d, cf. Arr.Parth.71.
2 fig., c. suj. de cosa o abstr. ejercer un dominio en o entre c. dat. c. o sin prep. ὁ ... χυμὸς ... μᾶλλον ἐνδυναστεύων ἐν τῷ σώματι Hp.VM 20, οὐκ ἐάσας ἐνδυναστεῦσαι τῇ ψυχῇ τὴν δεσποτείαν τῶν ἡδονῶν Lib.Or.12.101, cf. Chrys.M.47.388
abs., a veces c. giro prep. dominar εἰ ... τὸ ἓν τούτων ἐνδυναστεύοι κατὰ τὸν βίον si la unidad dominara en la vida Damippus Pyth.Hell.69.9, πλοῦτος μοῦνος ... ἐνδυναστεύσας Eus.Mynd.39 (τὸ γένος φυσικόν) ἐνδυναστεύει παρὰ πᾶσαν τὴν ... διακόσμησιν Iambl.Myst.3.28, τὸ πέρας ἐνδυναστεύει κατὰ τὴν μῖξιν Procl.Inst.159.

Greek Monolingual

ἐνδυναστεύω (AM)
1. άρχω, έχω δύναμη («ἐκείνους ἐνδυναστεύσας ἐγώ ἥκω», Αισχύλ.)
2. επικρατώ, υπερισχύω
3. πετυχαίνω, κατορθώνω κάτι με το κύρος του αξιώματός μου.

Greek Monotonic

ἐνδῠναστεύω: μέλ. -σω,
I. ασκώ εξουσία πάνω ή ανάμεσα σε ανθρώπους, με δοτ., σε Αισχύλ.
II. κατορθώνω μέσα από το αξίωμά μου, μέσα από την εξουσία μου, με τη δύναμή μου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδῠναστεύω:
1) господствовать, владычествовать, повелевать (τισί Aesch. и παρά τισι Plat.);
2) достигать своей властью или влиянием (ὥστε … Xen.).

Middle Liddell

fut. σω
I. to exercise dominion in or among people, c. dat., Aesch.
II. to procure by one's authority, Xen.