ὑφαντικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yfantikos
|Transliteration C=yfantikos
|Beta Code=u(fantiko/s
|Beta Code=u(fantiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[skilled in weaving]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>388c</span> sq.; τὸν -ώτατον <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>490d</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[in weaver-like fashion]], Id.<span class="title">Cra.</span> l. c. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡ ὑφαντική</b> (sc. [[τέχνη]]) [[the art of weaving]], <span class="bibl">Democr.154</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>449d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1256a6</span>, Phld.<span class="title">Mus.</span>p.103 K.; in full, ὑ. τέχνη <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>3.241.8</span> (iii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">τὸ τέλος τοῦ ὑφαντικοῦ</b> [[tax]] on [[weaving]], Ostr.Bodl. i 127 (ii B. C.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[skilled in weaving]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>388c</span> sq.; τὸν ὑφαντικώτατον <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>490d</span>. Adv. [[ὑφαντικῶς]] = [[in weaver-like fashion]], Id.<span class="title">Cra.</span> l. c. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ἡ ὑφαντική]] (sc. [[τέχνη]]) [[the art of weaving]], <span class="bibl">Democr.154</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>449d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1256a6</span>, Phld.<span class="title">Mus.</span>p.103 K.; in full, ὑ. τέχνη <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>3.241.8</span> (iii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[τὸ τέλος τοῦ ὑφαντικοῦ]] = [[tax]] on [[weaving]], Ostr.Bodl. i 127 (ii B. C.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:03, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαντικός Medium diacritics: ὑφαντικός Low diacritics: υφαντικός Capitals: ΥΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hyphantikós Transliteration B: hyphantikos Transliteration C: yfantikos Beta Code: u(fantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A skilled in weaving, Pl.Cra.388c sq.; τὸν ὑφαντικώτατον Id.Grg.490d. Adv. ὑφαντικῶς = in weaver-like fashion, Id.Cra. l. c. II ἡ ὑφαντική (sc. τέχνη) the art of weaving, Democr.154, Pl.Grg.449d, Arist.Pol.1256a6, Phld.Mus.p.103 K.; in full, ὑ. τέχνη PSI3.241.8 (iii A. D.). 2 τὸ τέλος τοῦ ὑφαντικοῦ = tax on weaving, Ostr.Bodl. i 127 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος, ἐπιδέξιος εἰς τὴν ὑφαντικήν, ὑφαντικὸς μὲν ἄρα κερκίδι καλῶς χρήσεται Πλάτ. Κρατ. 388C· τὸν ὑφαντικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 490D· ὁ τῷ ὑφάντῃ ἢ τῷ ὑφαίνειν ἀνήκων, ὑφαντικὸν δέ γε ἡ κερκίς; Πλάτ. Κρατ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον ὑφάντου, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388C. ΙΙ. ἡ ὑφαντικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ὑφαίνειν, ὥσπερ ἡ ὑφαντ. περὶ τὴν τῶν ἱματίων ἐργασίαν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 449D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'art de tisser ou le tisserand : ἡ ὑφαντική (τέχνη) l'art du tisserand.
Étymologie: ὑφαίνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑφαντικός, -ή, -όν, ΝΑ
ὑφάντης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» — ο αργαλειός
θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική
(ενν. τέχνη) η τέχνη της κατασκευής υφασμάτων
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο υφαντικός·ο υφαντής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υφαντικά
αμοιβή για την κατασκευή υφάσματος
3. φρ. α) «υφαντικές ύλες»
(οικον.-τεχνολ.) ύλες από τις οποίες λαμβάνονται ίνες κατάλληλες για την κατασκευή νημάτων και υφασμάτων και από τις οποίες κυριότερες είναι το βαμβάκι, το μαλλί, το μετάξι, το λινάρι και το καννάβι, καθώς και διάφορες τεχνητές και συνθετικές ύλες, όπως είναι η κυτταρίνη, το ρεγιόν κ.ά
β) «υφαντικές ίνες»
(οικον.-τεχνολ.) ίνες που παράγονται από τις υφαντικές ύλες
γ) «υφαντική μηχανή»
τεχνολ. ο μηχανικός αργαλειός ή μηχανικός ιστός
αρχ.
1. ο επιδέξιος στην υφαντική
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑφαντικόν
η άσκηση του υφαντικού έργου
3. φρ. «τὸ τέλος τοῦ ὑφαντικοῦ» — φόρος επιβαλλόμενος στον υφάντη.
επίρρ...
ὑφαντικῶς Α
όπως ο υφάντης, με υφαντική τέχνηκαλῶς δ' ἐστὶ ὑφαντικῶς», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ὑφαντικός: -ή, -όν (ὑφαίνω),
I. επιδέξιος στην υφαντική, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο του υφαντή, στον ίδ.
II. ἡ ὑφαντική (ενν. τέχνη), η τέχνη της ύφανσης, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφαντικός:
1) ткацкий (ἡ κερκίς Plat.);
2) умеющий ткать: ὁ ὑφαντικώτατος Plat. искуснейший ткач.

Middle Liddell

ὑφαντικός, ή, όν ὑφαίνω
I. skilled in weaving, Plat.: adv. -κῶς, in weaver-like fashion, Plat.
II. ἡ ὑφαντική (sc. τέχνἠ, the art of weaving, Plat.