ἤγουν: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "c’e" to "c'e") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>conj.</i><br />ou, ou bien, ou peut-être, | |btext=<i>conj.</i><br />ou, ou bien, ou peut-être, c'est-à-dire.<br />'''Étymologie:''' ἤ, [[γοῦν]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:20, 5 September 2022
English (LSJ)
Conj., (ἤ γε οὖν) that is to say, or rather, to define a word more correctly, freq. in glosses, cf. Eust.50.15, Lyd.Mens.4.23, etc.: sometimes introduced into the text, κακὰ πάντα [ἤγουν τήν τε ἀπεψίην] καί . . Hp.Acut. (Sp.) 49 (ii 491 L.); διὰ ξηρότητα [ἤγουν χαυνότητα] τῆς γῆς X.Oec.19.11: in late Prose, or at any rate, PMasp.328 i 20 (vi A.D.), al.: generally, or, POxy.941.5 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1152] d. i. ἤ γε οὖν, oder wenigstens, oder eigentlich; Hippocr.; διὰ ξηρότητα ἤγουν χαυνότητα τῆς γῆς Xen. Oec. 19, 11; so bes. bei Schol. u. Gramm. in Worterklärungen, "das ist", "das heißt", "nämlich".
Greek (Liddell-Scott)
ἤγουν: σύνδεσμ. (ἤ γε οὖν) = δηλαδή, ἢ μᾶλλον..., χρησιμεύων ὅπως ὁρίσῃ λέξιν τινὰ ὀρθότερον, κακὰ πάντα, ἤγουν τήν τε ἀπεψίην καὶ..., Ἱππ. 404. 46· διὰ ξηρότητα, ἤγουν χαυνότητα, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11.
French (Bailly abrégé)
conj.
ou, ou bien, ou peut-être, c'est-à-dire.
Étymologie: ἤ, γοῦν.
Greek Monolingual
(AM ἤγουν, Μ και διαλ. τ. ἤγου, ἤγουμε, ἠγοῦν, ἤουν)
(σύνδ.) δηλαδή
αρχ.
1. (σύνδ.) ή μάλλον
2. επίρρ. πάπ. ή εν πάση περιπτώσει
3. πάπ. (σύνδ.) ή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡ γε ουν].
Greek Monotonic
ἤγουν: σύνδεσμος (ἤ γε οὖν), δηλαδή, ή μάλλον, τύπος που χρησιμεύει για να ορίσει με περισσότερη ακρίβεια, ορθότητα μια λέξη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἤγουν: [ἤ + γε + οὖν или же, или пожалуй, собственно говоря, вернее: ξηρότης, ἤ. χαυνότης τῆς γῆς Xen. сухость, вернее, рыхлость почвы.
Middle Liddell
[ἤ γε οὖν]
that is to say, or rather, to define a word more correctly, Xen.