ἄκνηστις: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,")
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ιος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[espinazo]], <i>Od</i>.10.161, A.R.4.1403, Poll.2.179<br /><b class="num">•</b>[[ijada]] ἡ δὲ ἰξὺς λέγεται καὶ ἄ. Sch.Arat.28 (cf. κνῆστις).<br /><b class="num">2</b> bot. [[ortiga mayor]], [[Urtica dioica]] L., Nic.<i>Th</i>.52 (cf. [[ἀκνίδη]], κνίδη).
|dgtxt=-ιος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[espinazo]], <i>Od</i>.10.161, A.R.4.1403, Poll.2.179<br /><b class="num">•</b>[[ijada]] ἡ δὲ ἰξὺς λέγεται καὶ ἄ. Sch.Arat.28 (cf. κνῆστις).<br /><b class="num">2</b> bot. [[ortiga mayor]], [[Urtica dioica]] L., Nic.<i>Th</i>.52 (cf. [[ἀκνίδη]], [[κνίδη]]).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:08, 10 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκνηστις Medium diacritics: ἄκνηστις Low diacritics: άκνηστις Capitals: ΑΚΝΗΣΤΙΣ
Transliteration A: áknēstis Transliteration B: aknēstis Transliteration C: aknistis Beta Code: a)/knhstis

English (LSJ)

ιος, ἡ, A spine or backbone of animals, Od.10.161 (nisi leg. κατὰ κνῆστιν), A.R.4.1403; also τὸ μέσον τῆς ὀσφύος Poll.2.179. II stinging-nettle, = ἀκαλήφη, Nic.Th.52 (other expl. ap. Sch. ad loc.).

German (Pape)

[Seite 75] εως, ἡ (vgl. ἄκανος, ἄκανθα), 1) Rückgrat von Thieren, Hom. Od. 10, 161 κατ' ἄκνηστιν μέσα νῶτα (ἅπαξ εἰρημ.); Scholl. ὅτι αὐτὸς ἐπεξηγεῖται τί ἐστιν ἄκνηστις διὰ τοῦ εἰπεῖν μέσα νῶτα (aus Aristonic.); – Ap. Rh. 4, 1402. – 2) Pflanze, Nic. Th. 52.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκνηστις: -ιος, ἡ, (ἄκανος), ἡ σπονδυλικὴ στήλη τῶν ζῴων, Ὀδ. Κ. 161. ΙΙ. εἶδος φυτοῦ, Νικ. Θ. 52.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
échine d'un animal.
Étymologie: DELG κνῆστις.

English (Autenrieth)

backbone, Od. 10.161†.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ
1 espinazo, Od.10.161, A.R.4.1403, Poll.2.179
ijada ἡ δὲ ἰξὺς λέγεται καὶ ἄ. Sch.Arat.28 (cf. κνῆστις).
2 bot. ortiga mayor, Urtica dioica L., Nic.Th.52 (cf. ἀκνίδη, κνίδη).

Greek Monolingual

ἄκνηστις (ιος), η (Α)
η σπονδυλική στήλη τών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οφείλεται σε κακό χωρισμό της λέξεως από τη συνεκφορά της στη φρ. κατά κνῆστιν > κατἄκνηστιν
δηλ. ο ορθός τ. της λ. είναι κνῆστις «μαχαίρι για το τρίψιμο του τυριού, ξύστρα». Δεν αποκλείεται όμως η λ. ἄκνηστις (με - προθετικό) να πλάστηκε για να γίνεται διάκριση τών δύο λ. στην ομηρική γλώσσα].

Russian (Dvoretsky)

ἄκνηστις: ιος ἡ позвоночный столб, хребет Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: backbone (A.R. 4, 1403 ἐπ' ἄκνηστιν); name of a plant Nic. Th. 52.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: It is supposed that κατ' ἄκνηστιν stands for older κατὰ κνῆστιν rasp (κ 161), Wackernagel Glotta 2, 1, Fraenkel Glotta 4, 42, Leumann Hom. Wörter 49; on κνῆστις s. s.v. -κναίω. - DELG suggests that the word was created earlier, with prothetic ἀ-, which is impossible (does this proposal imply doubt about the traditional interpretation?).

Middle Liddell

the spine or backbone, Od.

Frisk Etymology German

ἄκνηστις: {áknēstis}
Meaning: Rückgrat (A. R. 4, 1403 ἐπ’ ἄκνηστιν); als Pflanzenname Nik. Th. 52.
Etymology: Das Wort ist durch falsche Zerlegung κατ’ ἄκνηστιν von urspr. κατὰ κνῆστιν (κ 161) entstanden. Wackernagel Glotta 2, 1, Fraenkel Glotta 4, 42, Leumann Hom. Wörter 49 mit weiterer Lit.
Page 1,54