τροχηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
mNo edit summary
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τροχ-ηλᾰ́της, ου, ὁ, [[ἐλαύνω]]<br />one who guides wheels, i. e. a [[charioteer]], Soph., Eur.
|mdlsjtxt=τροχ-ηλᾰ́της, ου, ὁ, [[ἐλαύνω]]<br />one who guides wheels, i. e. a [[charioteer]], Soph., Eur.
}}
{{trml
|trtx=Catalan: cotxer, auriga; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech: vozataj; Dutch: [[wagenmenner]]; French: [[aurige]]; Galician: cocheiro, auriga; Ancient Greek: [[ἡνίοχος]], [[ἀνίοχος]], [[ὑφηνίοχος]], [[ἡνιόχη]], [[τροχηλάτης]], [[ἡνιόστροφος]], [[διφρευτής]], [[διφρηλάτης]], [[διφρελάτειρα]], [[ἁρματηλάτης]], [[ἁρμελάτης]], [[ἁρμελατήρ]], [[ἐλατήρ]], [[διώξιππος]], [[εἰσαφέτης]], [[ἁρμάτων ἐπιστάτης]], [[ἁρμάτων ἐπεμβάτης]], [[ποιμὴν ὄχου]], [[ἱππεύς]], [[ἁμαξεύς]], [[ἱπποκέλευθος]]; Hindi: सारथी; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Latin: [[auriga]], [[essedarius]]; Malayalam: സാരഥി; Russian: [[возничий]]; Spanish: [[cochero]], [[auriga]]; Tamil: தேரோட்டி
}}
}}

Revision as of 21:00, 11 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχηλάτης Medium diacritics: τροχηλάτης Low diacritics: τροχηλάτης Capitals: ΤΡΟΧΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: trochēlátēs Transliteration B: trochēlatēs Transliteration C: trochilatis Beta Code: troxhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω) A charioteer, formed like ἱππηλάτης, S.OT806, E.Ph.39. 2 τροχηλάτης ἵππος = currilis equus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ διευθύνων τροχούς, δηλ. ἁρματηλάτης, ἡνίοχος, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἱππηλάτης, Σοφ. Ο. Τ. 806, Εὐρ. Φοίν. 39.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conducteur d'un char.
Étymologie: τροχός, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αρματηλάτης, ηνίοχος
2. φρ. «τροχηλάτης ἵππος» — άλογο κατάλληλο για αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ-ηλάτης, κωπ-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που διευθύνει τους τροχούς, δηλ. ο ηνίοχος, σε Σοφ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχηλάτης -ου, ὁ [τροχήλατος] wagenmenner.

Russian (Dvoretsky)

τροχηλάτης: ου (ᾰ) ὁ возница Soph., Eur., Sext.

Middle Liddell

τροχ-ηλᾰ́της, ου, ὁ, ἐλαύνω
one who guides wheels, i. e. a charioteer, Soph., Eur.

Translations

Catalan: cotxer, auriga; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech: vozataj; Dutch: wagenmenner; French: aurige; Galician: cocheiro, auriga; Ancient Greek: ἡνίοχος, ἀνίοχος, ὑφηνίοχος, ἡνιόχη, τροχηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, διφρηλάτης, διφρελάτειρα, ἁρματηλάτης, ἁρμελάτης, ἁρμελατήρ, ἐλατήρ, διώξιππος, εἰσαφέτης, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου, ἱππεύς, ἁμαξεύς, ἱπποκέλευθος; Hindi: सारथी; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Latin: auriga, essedarius; Malayalam: സാരഥി; Russian: возничий; Spanish: cochero, auriga; Tamil: தேரோட்டி