σπανιότης: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σπᾰνιότης:''' ητος ἡ недостаток, нехватка, скудость (τῆς γῆς Isocr.). | |elrutext='''σπᾰνιότης:''' ητος ἡ [[недостаток]], [[нехватка]], [[скудость]] (τῆς γῆς Isocr.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 15:09, 13 September 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, = σπάνις (scarcity, dearth, lack, want, poverty, craving, rareness, lack of), lack, γῆς Isoc. 4.34, 132 ; pl., rarities, J. BJ 7.5.5.
German (Pape)
[Seite 916] ητος, ἡ, = Folgdm; τῆς γῆς, Isocr. 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰνιότης: -ητος, ἡ, = τῷ ἑπομ., ἔλλειψις, ὀλιγότης, γῆς Ἰσοκρ. 47C, 68A.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
rareté, insuffisance.
Étymologie: σπάνιος.
Greek Monotonic
σπᾰνιότης: -ητος, τό, = το επόμ., έλλειψη ενός πράγματος, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰνιότης: ητος ἡ недостаток, нехватка, скудость (τῆς γῆς Isocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπανιότης -ητος, ἡ [σπάνιος] schaarste, gebrek.