ἄκραντος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄκραντος:''' эп. [[ἀκράαντος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[несбывшийся или несбыточный]], [[бесцельный]], [[напрасный]], [[пустой]] (ἔπεα Hom., Pind.; ἐλπίδες Pind.; τέχναι Κάλχαντος Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[бесконечный]], [[нескончаемый]] ([[νύξ]] Aesch.).
|elrutext='''ἄκραντος:''' эп. [[ἀκράαντος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[несбывшийся]] или [[несбыточный]], [[бесцельный]], [[напрасный]], [[пустой]] (ἔπεα Hom., Pind.; ἐλπίδες Pind.; τέχναι Κάλχαντος Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[бесконечный]], [[нескончаемый]] ([[νύξ]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κραίνω]], like epic [[ἀκράαντος]]<br />[[unfulfilled]], [[fruitless]], Pind., Aesch.:—neut. pl. as adv., in [[vain]], Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=[[κραίνω]], like epic [[ἀκράαντος]]<br />[[unfulfilled]], [[fruitless]], Pind., Aesch.:—neut. pl. as adv., in [[vain]], Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 08:35, 17 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκραντος Medium diacritics: ἄκραντος Low diacritics: άκραντος Capitals: ΑΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: ákrantos Transliteration B: akrantos Transliteration C: akrantos Beta Code: a)/krantos

English (LSJ)

ον, poet. Adj. (in Hom. ἀκράαντος, q.v.), A unfulfilled, fruitless, idle, ἔπεα, ἐλπίδες, Pi.O.1.86, P.3.23; τέχναι A.Ag.249:— neut.pl. as adverb, in vain, Pi.O.2.87; ἄκραντα βάζω A.Ch.882; οὐδ' ἄκρανθ' ὡρμήσαμεν E.Ba.435, cf. 1231; ἄκραντ' ὀδύρῃ Supp.770. 2 ineffectual, νύξ A.Ch.65.

German (Pape)

[Seite 80] unvollendet, nicht in Erfüllung gehend, Pind. ἐλπίδες P. 3, 23; ἔπεα Ol. 1, 86; ἄκραντα γαρύειν Ol. 2, 96, wie Aesch. βάζειν Ch. 869 (vgl. ἄκραντα ἠκούσατε Eur. Iph. T. 520; Bacch. 1229); τέχναι Κάλχαντος Ag. 240; νύξ Ch. 63, unendliche oder tiefe Nacht; ἄκραντα adv., ὁρμᾶν Eur. Bacch. 435; βακχεύειν Herc. Fur. 897.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκραντος: -ον, ποιητ. ἐπίθ., ὡς τὸ Ὁμηρ. ἀκράαντος, = ἀνεκτέλεστος, ἀνεκπλήρωτος, ἄκαρπος, ἀργός, ἔπεα, ἐλπίδες, Πινδ. Ο. 1. 137, Π. 3. 41· τέχναι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 249: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ματαίως, Πινδ. Ο. 2. 158· ἄκραντα βάζω, Αἰσχύλ. Χο. 882· οὐδ’ ἄκραντ’ ἐκάμνομεν, Εὐρ. Βάκχ. 435· ἄκραντ’ ὀδύρει, ὁ αὐτ. Ἱκ. 770. - Περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 65, ἴδε ἐν λέξ. ἄκρατος, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne se réalise pas, sans résultat (parole, espérance) ; adv. • ἄκραντα en vain;
2 qui ne finit pas.
Étymologie: , κραίνω.

English (Slater)

ᾰκραντος, -ον not to be fulfilled οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι (O. 1.86) ἀκράντοις ἐλπίσιν (P. 3.23) n. pl. pro subs. μαθόντες δὲ ἄκραντα γαρύετον (O. 2.87)

Spanish (DGE)

-ον
que no se cumple, vano ἔπεα Pi.O.1.86, ἐλπίδες Pi.P.3.23, τέχναι Κάλχαντος A.A.249
neutr. plu. como adv. en vano κόρακες ὣς ἄ. γαρυέτων Pi.O.2.87, ἀκούειν E.Ba.1231, ὁρμᾶν E.Ba.435, βακχεύειν E.HF 898.

Greek Monolingual

ἄκραντος, -ον και στην ομηρική γλώσσα ἀκράαντος (Α)
1. ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, μάταιος, ανώφελος
2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄκραντα
μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. ο τυπος ἀκράαντος < κρα(ι)αίνω «πραγματοποιώ» — ο δε τ. ἄκραντος < κραίνω].

Greek Monotonic

ἄκραντος: -ον (κραίνω), όπως το Επικ. ἀκράαντος, ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, άκαρπος, σε Πινδ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., μάταια, στον ίδ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκραντος: эп. ἀκράαντος 2
1) несбывшийся или несбыточный, бесцельный, напрасный, пустой (ἔπεα Hom., Pind.; ἐλπίδες Pind.; τέχναι Κάλχαντος Aesch.);
2) бесконечный, нескончаемый (νύξ Aesch.).

Middle Liddell

κραίνω, like epic ἀκράαντος
unfulfilled, fruitless, Pind., Aesch.:—neut. pl. as adv., in vain, Aesch., Eur.