ὀνίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{trml
{{trml
|trtx====pulley===
|trtx====pulley===
Arabic: مَنْجُور‎; Armenian: ճախարակ; Basque: txirrika, polea; Bulgarian: макара, скрипец; Catalan: politja, corriola; Chinese Mandarin: 滑車, 滑车, 滑輪, 滑轮; Czech: kladka; Danish: trisse; Dutch: [[katrol]]; Esperanto: pulio; Finnish: väkipyörä, pylpyrä; French: [[poulie]]; Georgian: ჭოჭონაქი; German: [[Rolle]]; Greek: [[τροχαλία]]; Ancient Greek: [[ἀρτέμων]], [[ἐπιδρομίς]], [[μάγγανον]], [[ὀνίσκος]], [[ὄνος]], [[περιαγωγεύς]], [[τροχαλία]], [[τροχαρέα]], [[τροχελλέα]], [[τροχηλιά]], [[τροχηλία]], [[τροχιλεία]], [[τροχιλεῖον]], [[τροχιλία]], [[τροχιλίδιον]], [[τροχιλίη]], [[τροχιλλέα]]; Hebrew: גלגלת‎; Hungarian: csiga; Icelandic: trissa, talía; Indonesian: katrol; Irish: ulóg, puilín; Italian: [[carrucola]], [[puleggia]]; Japanese: 滑車; Khmer: រ៉ក; Korean: 도르래; Latin: [[trochlea]]; Maori: tauru; Mon: ရံက်; Norwegian Bokmål: trinse, trisse; Papiamentu: katròl; Portuguese: [[roldana]]; Romanian: scripete; Russian: [[блок]], [[шкив]]; Serbo-Croatian Cyrillic: чекрк; Roman: čekrk; Slovak: kladka; Slovene: škripec; Spanish: [[polea]], [[roldana]]; Swedish: trissa; Tagalog: tangkalag, kalo; Telugu: కప్పీ, గిలక; Thai: รอก; Turkish: makara; Vietnamese: ròng rọc
Arabic: مَنْجُور‎; Armenian: ճախարակ; Basque: txirrika, polea; Bulgarian: макара, скрипец; Catalan: politja, corriola; Chinese Mandarin: 滑車, 滑车, 滑輪, 滑轮; Czech: kladka; Danish: trisse; Dutch: [[katrol]]; Esperanto: pulio; Finnish: väkipyörä, pylpyrä; French: [[poulie]]; Georgian: ჭოჭონაქი; German: [[Rolle]]; Greek: [[τροχαλία]]; Ancient Greek: [[ἀντίσπαστος]], [[ἀντίον]], [[ἄσπαστον]], [[ἀνασπαστήριον]], [[ἀρτέμων]], [[ἀρτέμων]], [[ἐπιδρομίς]], [[μάγγανον]], [[ὀνίσκος]], [[ὄνος]], [[περιαγωγεύς]], [[τροχαλία]], [[τροχαρέα]], [[τροχελλέα]], [[τροχηλιά]], [[τροχηλία]], [[τροχιλεία]], [[τροχιλεῖον]], [[τροχιλία]], [[τροχιλίδιον]], [[τροχιλίη]], [[τροχιλλέα]]; Hebrew: גלגלת‎; Hungarian: csiga; Icelandic: trissa, talía; Indonesian: katrol; Irish: ulóg, puilín; Italian: [[carrucola]], [[puleggia]]; Japanese: 滑車; Khmer: រ៉ក; Korean: 도르래; Latin: [[trochlea]]; Maori: tauru; Mon: ရံက်; Norwegian Bokmål: trinse, trisse; Papiamentu: katròl; Portuguese: [[roldana]]; Romanian: scripete; Russian: [[блок]], [[шкив]]; Serbo-Croatian Cyrillic: чекрк; Roman: čekrk; Slovak: kladka; Slovene: škripec; Spanish: [[polea]], [[roldana]]; Swedish: trissa; Tagalog: tangkalag, kalo; Telugu: కప్పీ, గిలక; Thai: รอก; Turkish: makara; Vietnamese: ròng rọc
}}
}}

Revision as of 08:53, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνίσκος Medium diacritics: ὀνίσκος Low diacritics: ονίσκος Capitals: ΟΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: onískos Transliteration B: oniskos Transliteration C: oniskos Beta Code: o)ni/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ὄνος, but only metaph. :
I a sea-fish of the gadus or cod kind, Dorio ap. Ath.3.118c, Euthyd. ap. eund.7.315f, Gal.6.721.
II prob. woodlouse (cf. ὄνος III), Id.12.366, al.
III = ὄνος VII. 1, windlass, crane, Hp.Fract.13, Art.72, Ath.Mech.14.7, Ph.Bel.68.5, Hero Bel. 84.14.
IV ὀνίσκος· τεκτονικὸς πρίων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 347] ὁ, 1) dim. von ὄνος, Eselein, Sp. – 2) ein Meerfisch von der Art des Stockfisches, asellus, Dorio bei Ath. III, 118 c Euthyd. ib. VII, 315 t. – 3) Kellerassel, = ἴουλος, Sp. – 4) eine Zimmermannssäge, Hesych. – 5) wie ὄνος, Winde, Haspel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ὄνος· ἐν Γλωσσ. ὡσαύτως, ὀνίσκη, ἡ. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθύς, εἶδος γάδου, κοινῶς: «γαδαρόψαρον», Λατ. asellus, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C, Εὐθύδ. αὐτόθι 315F· ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙΙ. ἔντομόν τι, ἴδε ἴουλος IV, Γαλην. IV. ὡς τὸ ὄνος VII, 1, μοχλός, ἀνυψωτικὴ μηχανὴ ἢ γέρανος, Λατιν. sucula, Ἱππ. Ἀγμ. 761· ἡ λαβὴ τοῦ ἀνυψωτικοῦ μοχλοῦ, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 834. V. «τεκτονικὸς πρίων» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 314.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 merluche, poisson de mer;
2 cloporte, insecte;
3 cabestan.
Étymologie: dim. de ὄνος.

Greek Monolingual

ο (Α ὀνίσκος, θηλ. ὀνίσκη) όνος
1. (υποκορ. του όνος) γαϊδουράκι
2. λόγια ονομασία γένους ψαριών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια gadidae, ο γάδος
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος και τυπικός εκπρόσωπος της υπόταξης ονισκοειδή τών καρκινοειδών ισοπόδων, κν. γουρουνάκι
2. ναυτ. είδος βαρούλκου το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε μικρά εμπορικά σκάφη για την έλξη ή την ανύψωση βαρέων αντικειμένων, αλλ. όνευος
3. φρ. «έλαιο ονίσκου» — μουρουνέλαιο
αρχ.
1. είδος εντόμου όμοιου με τη σκολόπενδρα ή τον πολύποδα, σαρανταποδαρούσα
2. είδος μοχλού, ανυψωτική μηχανή ή, κατ' άλλους, η λαβή του ανυψωτικού μοχλού
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνίσκος
τεκτονικὸς πρίων».

Translations

pulley

Arabic: مَنْجُور‎; Armenian: ճախարակ; Basque: txirrika, polea; Bulgarian: макара, скрипец; Catalan: politja, corriola; Chinese Mandarin: 滑車, 滑车, 滑輪, 滑轮; Czech: kladka; Danish: trisse; Dutch: katrol; Esperanto: pulio; Finnish: väkipyörä, pylpyrä; French: poulie; Georgian: ჭოჭონაქი; German: Rolle; Greek: τροχαλία; Ancient Greek: ἀντίσπαστος, ἀντίον, ἄσπαστον, ἀνασπαστήριον, ἀρτέμων, ἀρτέμων, ἐπιδρομίς, μάγγανον, ὀνίσκος, ὄνος, περιαγωγεύς, τροχαλία, τροχαρέα, τροχελλέα, τροχηλιά, τροχηλία, τροχιλεία, τροχιλεῖον, τροχιλία, τροχιλίδιον, τροχιλίη, τροχιλλέα; Hebrew: גלגלת‎; Hungarian: csiga; Icelandic: trissa, talía; Indonesian: katrol; Irish: ulóg, puilín; Italian: carrucola, puleggia; Japanese: 滑車; Khmer: រ៉ក; Korean: 도르래; Latin: trochlea; Maori: tauru; Mon: ရံက်; Norwegian Bokmål: trinse, trisse; Papiamentu: katròl; Portuguese: roldana; Romanian: scripete; Russian: блок, шкив; Serbo-Croatian Cyrillic: чекрк; Roman: čekrk; Slovak: kladka; Slovene: škripec; Spanish: polea, roldana; Swedish: trissa; Tagalog: tangkalag, kalo; Telugu: కప్పీ, గిలక; Thai: รอก; Turkish: makara; Vietnamese: ròng rọc