ἀπροφάσιστος: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)profa/sistos | |Beta Code=a)profa/sistos | ||
|Definition=[φᾰ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[offering no excuse]], [[unhesitating]], [[ready]], προθυμία <span class="bibl">Th.6.83</span>; εὔνοια <span class="bibl">Lys.<span class="title">Fr.</span>114</span>; σύμμαχοι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.10</span>; συνεραστής <span class="bibl">Timocl.8</span>. Adv. -τως [[without disguise]], <span class="bibl">Th.1.49</span>, etc.: [[without evasion]], [[honestly]], <span class="bibl">Id.6.72</span>, <span class="title">IG</span>2.243, etc.; [[unhesitatingly]], <span class="bibl">D.C.38.39</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[admitting no excuse]], [[implacable]], θάνατος <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>1002</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[inexcusable]], κακία <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>44</span>, cf. <span class="bibl">2.742c</span>.</span> | |Definition=[φᾰ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[offering no excuse]], [[unhesitating]], [[ready]], προθυμία <span class="bibl">Th.6.83</span>; εὔνοια <span class="bibl">Lys.<span class="title">Fr.</span>114</span>; σύμμαχοι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.4.10</span>; συνεραστής <span class="bibl">Timocl.8</span>. Adv. -τως [[without disguise]], <span class="bibl">Th.1.49</span>, etc.: [[without evasion]], [[honestly]], <span class="bibl">Id.6.72</span>, <span class="title">IG</span>2.243, etc.; [[unhesitatingly]], <span class="bibl">D.C.38.39</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[admitting no excuse]], [[implacable]], θάνατος <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>1002</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[inexcusable]], κακία <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>44</span>, cf. <span class="bibl">2.742c</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no pone excusas o pretextos]], [[que no vacila]], [[seguro]] προθυμία Th.6.83, θάνατος E.<i>Ba</i>.1002, σύμμαχοι X.<i>Cyr</i>.2.4.10, συνεραστής Timocl.8.6, ἀπροφασίστους αὑτοὺς παρεισχημένοι ἐν παντὶ καιρῷ <i>IG</i> 5(1).1146.31 (I a.C.), συναγωνισταί Plb.10.34.9, irónico ὁ κόλαξ Plu.2.62c, 64e<br /><b class="num">•</b>[[que no da rodeos]] [[ἄμφω]] δ' ἀπροφάσιστα τὸν οἴκαδε νόστον ἀφέντες <i>AP</i> 7.721 (Chaeremo)<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[sin motivos]], [[sin excusa]] ἀπροφάσιστον ἐπέστενεν <i>AP</i> 5.250 (Paul.Sil.).<br /><b class="num">2</b> [[inexcusable]], [[inevitable]] κακία Plu.<i>Cat.Mi</i>.44, ἧττα Plu.2.742c.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[decididamente]], [[sin vacilar]] ἐπικουρεῖν Th.1.49, D.C.38.39.5, παρασκευασθῆναι Th.6.72, συναγωνίζεσθαι <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.558.12 (IV a.C.), τὸ ἀποφασίστος (<i>sic</i>) φαίνεσθαι <i>IM</i> 38.21 (III a.C.), τὰ δίκαια ποιεῖν <i>PPetr</i>.2.32.2a.28 (III a.C.), διδοὺς ... τὰ συμφέροντα τῇ πόλει <i>ISestos</i> 1.19 (II a.C.), ἀ. ἐκπληρῶ τὰ πρόσλοιπα <i>PRyl</i>.66.8 (II a.C.), οἱ μὲν ἐχορήγουν κατὰ γῆν ἀ. Plb.1.55.4, μετέχειν ἀ. καὶ προθύμως Plu.2.64d, ὅτι πολλὰς χρείας παρείσχηται ἀ. <i>ID</i> 1519.7 (II d.C.), εἰσεδεχόμην ἀ. Aristaenet.2.16.6<br /><b class="num">•</b>[[clara]], [[abiertamente]] δουλεύοντα Simon.108<br /><b class="num">•</b>[[sin falta]], [[regularmente]] ἐπιφαινομένων τῶν καταμηνίων ἀ. Hp.<i>Prorrh</i>.2.24. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui ne cherche pas de prétexte, qui ne recule pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[προφασίζομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />qui ne cherche pas de prétexte, qui ne recule pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[προφασίζομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:55, 1 October 2022
English (LSJ)
[φᾰ], ον, A offering no excuse, unhesitating, ready, προθυμία Th.6.83; εὔνοια Lys.Fr.114; σύμμαχοι X.Cyr.2.4.10; συνεραστής Timocl.8. Adv. -τως without disguise, Th.1.49, etc.: without evasion, honestly, Id.6.72, IG2.243, etc.; unhesitatingly, D.C.38.39. II admitting no excuse, implacable, θάνατος E.Ba.1002. III inexcusable, κακία Plu.Cat.Mi.44, cf. 2.742c.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1que no pone excusas o pretextos, que no vacila, seguro προθυμία Th.6.83, θάνατος E.Ba.1002, σύμμαχοι X.Cyr.2.4.10, συνεραστής Timocl.8.6, ἀπροφασίστους αὑτοὺς παρεισχημένοι ἐν παντὶ καιρῷ IG 5(1).1146.31 (I a.C.), συναγωνισταί Plb.10.34.9, irónico ὁ κόλαξ Plu.2.62c, 64e
•que no da rodeos ἄμφω δ' ἀπροφάσιστα τὸν οἴκαδε νόστον ἀφέντες AP 7.721 (Chaeremo)
•neutr. como adv. sin motivos, sin excusa ἀπροφάσιστον ἐπέστενεν AP 5.250 (Paul.Sil.).
2 inexcusable, inevitable κακία Plu.Cat.Mi.44, ἧττα Plu.2.742c.
II adv. -ως decididamente, sin vacilar ἐπικουρεῖν Th.1.49, D.C.38.39.5, παρασκευασθῆναι Th.6.72, συναγωνίζεσθαι IG 22.558.12 (IV a.C.), τὸ ἀποφασίστος (sic) φαίνεσθαι IM 38.21 (III a.C.), τὰ δίκαια ποιεῖν PPetr.2.32.2a.28 (III a.C.), διδοὺς ... τὰ συμφέροντα τῇ πόλει ISestos 1.19 (II a.C.), ἀ. ἐκπληρῶ τὰ πρόσλοιπα PRyl.66.8 (II a.C.), οἱ μὲν ἐχορήγουν κατὰ γῆν ἀ. Plb.1.55.4, μετέχειν ἀ. καὶ προθύμως Plu.2.64d, ὅτι πολλὰς χρείας παρείσχηται ἀ. ID 1519.7 (II d.C.), εἰσεδεχόμην ἀ. Aristaenet.2.16.6
•clara, abiertamente δουλεύοντα Simon.108
•sin falta, regularmente ἐπιφαινομένων τῶν καταμηνίων ἀ. Hp.Prorrh.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροφάσιστος: [ᾰ], -ον, ὁ μηδεμίαν πρόφασιν προβάλλων, ὁ ἄνευ προφάσεως, προθυμία Θουκ. 6. 83· εὔνοια Λυσ. παρὰ Σουΐδ.· σύμμαχοι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 10· συνεραστὴς Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ προφάσεως, Θουκ. 1. 49, κτλ.: τιμίως εἰλικρινῶς, ὁ αὐτ. 6. 72: -ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1002 ἡ λέξις φαίνεται ἐφθαρμένη.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cherche pas de prétexte, qui ne recule pas.
Étymologie: ἀ, προφασίζομαι.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροφάσιστος, -ον)
αυτός που δεν προβάλλει ψεύτικες δικαιολογίες, ειλικρινής
αρχ.
1. αδικαιολόγητος, ασυγχώρητος
2. αυτός που δεν συγχωρεί, αδιάλλακτος.
Greek Monotonic
ἀπροφάσιστος: [ᾰ], -ον (προφασίζομαι), αυτός που δεν προβάλλει καμία πρόφαση, καμία δικαιολογία, αυτός που δεν έχει δισταγμούς, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. -τως, απροκάλυπτα, χωρίς υπεκφυγές, εντίμως, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροφάσιστος: (φᾰ)
1) безоговорочный, безусловный, беззаветный (προθυμία Thuc.; εὔνοια Lys.);
2) беззаветно преданный (σύμμαχοι Xen.; γνώμη Eur.; ἀ. καὶ πιστός Plut.);
3) открытый, явный (ἀπροφάσιστον φυγὴν φυγεῖν Plut.).
Middle Liddell
προφασίζομαι
offering no excuse, unhesitating, Thuc., Xen. adv. -τως, without disguise, without evasion, honestly, Thuc.