ἔνδεσμος: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)/ndesmos | |Beta Code=e)/ndesmos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bundle]], [[bag]], Dsc.3.83, <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>6.10</span>, al., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>10</span>; <b class="b3">ἔ. ἀργυρίου</b> [[purse]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>7.20</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Archit., [[bonding]], τείχους <span class="title">SIG</span>2587.308 (pl., written [[ἐνδέσζμων]]) ; ἔ. ποιεῖσθαι τοῦ ἔργου <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>2.26</span>.</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bundle]], [[bag]], Dsc.3.83, <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>6.10</span>, al., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>10</span>; <b class="b3">ἔ. ἀργυρίου</b> [[purse]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>7.20</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Archit., [[bonding]], τείχους <span class="title">SIG</span>2587.308 (pl., written [[ἐνδέσζμων]]) ; ἔ. ποιεῖσθαι τοῦ ἔργου <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>2.26</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐνδεσζμ- <i>IEleusis</i> 177.437 (IV a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[paquete]], [[atadijo]], [[envoltorio]], <i>Graff.Dip</i>.B 9 (V a.C.) (dud., cf. <i>SEG</i> 37.121), para limpiar sustancias medicinales mediante inmersión, Dsc.3.83.3, 5.75.8<br /><b class="num">•</b>[[bolsa]], [[talega]] ἔ. ἀργυρίου [[LXX]] <i>Pr</i>.7.20, cf. Ephr.Syr.1.74D.<br /><b class="num">2</b> arq.:<br /><b class="num">a)</b> [[armadura]], [[trabazón]], [[andamiaje de maderas]], para adosar una galería a una casa συνέσχεν τὸν ἔνδεσμον ἐν ξύλοις κεδρίνοις [[LXX]] 3<i>Re</i>.6.10, para asegurar una rampa artificial de tierra y piedras, Procop.<i>Pers</i>.2.26.24;<br /><b class="num">b)</b> [[pieza de armadura]], [[elemento de armazón en madera]], para reforzar o consolidar un muro τοὺς ἐνδέσζμους (<i>sic</i>) τοῦ τείχους <i>IEleusis</i> [[l.c.]], cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.463.50, <i>IOropos</i> 293.36 (todas IV a.C.), para trabar diversos elementos constructivos entre sí <i>IEleusis</i> 151.23, 27 (IV a.C.), τῆς ἀνακαθάρσεως τῶν ἐνδέσμων τοῦ ἀναλήμματος <i>IEleusis</i> 177.19 (IV a.C.). < [[ἔνδεσμος]] [[ἔνδετος]] > [[ἔνδεσμος]], -ον<br />[[sujeto]], [[preso]]con esposas y cepo, Luc.<i>Lex</i>.10. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνδεσμος''': ὁ, [[τεμάχιον]] πανίου οὖ τὰς τέσσαρας ἄκρας συνάπτει τις καὶ οὕτω σχηματίζει [[εἶδος]] σακκούλας διὰ στράγγισμα, «τσαντήλα», εἰς [[ὀθόνιον]] καθαρὸν ἀραιὸν ἐνδήσας (τὸν ὀπὸν τοῦ νάρθηκος) ἀποκρέμασον εἰς χαλκῆν πυξίδα ἢ ὀστράκινον [[ἀγγεῖον]], ὡς μὴ ἅπτεσθαι τοῦ πυθμένος τοῦ ἄγγους τὸν ἔνδεσμον» Διοσκ. 3. 97. 2) [[βαλλάντιον]], [[ἔνδεσμος]] ἀργυρίου Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 20). | |lstext='''ἔνδεσμος''': ὁ, [[τεμάχιον]] πανίου οὖ τὰς τέσσαρας ἄκρας συνάπτει τις καὶ οὕτω σχηματίζει [[εἶδος]] σακκούλας διὰ στράγγισμα, «τσαντήλα», εἰς [[ὀθόνιον]] καθαρὸν ἀραιὸν ἐνδήσας (τὸν ὀπὸν τοῦ νάρθηκος) ἀποκρέμασον εἰς χαλκῆν πυξίδα ἢ ὀστράκινον [[ἀγγεῖον]], ὡς μὴ ἅπτεσθαι τοῦ πυθμένος τοῦ ἄγγους τὸν ἔνδεσμον» Διοσκ. 3. 97. 2) [[βαλλάντιον]], [[ἔνδεσμος]] ἀργυρίου Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 20). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἔνδεσμος]])<br />[[ξύλινος]] ή [[μεταλλικός]] [[σκελετός]] για τη [[σύνδεση]] και [[στερέωση]] τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] χρησιμεύει για τη [[στήριξη]] ή [[σύνδεση]] του κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους<br /><b>2.</b> [[ενδέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ύφασμα του οποίου δένονται τα [[τέσσερα]] [[άκρα]] για να χρησιμοποιηθεί για [[διήθηση]] υγρού<br /><b>2.</b> [[κομπόδεμα]], [[πουγγί]]. | |mltxt=ο (AM [[ἔνδεσμος]])<br />[[ξύλινος]] ή [[μεταλλικός]] [[σκελετός]] για τη [[σύνδεση]] και [[στερέωση]] τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] χρησιμεύει για τη [[στήριξη]] ή [[σύνδεση]] του κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους<br /><b>2.</b> [[ενδέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ύφασμα του οποίου δένονται τα [[τέσσερα]] [[άκρα]] για να χρησιμοποιηθεί για [[διήθηση]] υγρού<br /><b>2.</b> [[κομπόδεμα]], [[πουγγί]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A bundle, bag, Dsc.3.83, LXX 3 Ki.6.10, al., Luc.Lex.10; ἔ. ἀργυρίου purse, LXX Pr.7.20. II Archit., bonding, τείχους SIG2587.308 (pl., written ἐνδέσζμων) ; ἔ. ποιεῖσθαι τοῦ ἔργου Procop.Pers.2.26.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. ἐνδεσζμ- IEleusis 177.437 (IV a.C.)
1 paquete, atadijo, envoltorio, Graff.Dip.B 9 (V a.C.) (dud., cf. SEG 37.121), para limpiar sustancias medicinales mediante inmersión, Dsc.3.83.3, 5.75.8
•bolsa, talega ἔ. ἀργυρίου LXX Pr.7.20, cf. Ephr.Syr.1.74D.
2 arq.:
a) armadura, trabazón, andamiaje de maderas, para adosar una galería a una casa συνέσχεν τὸν ἔνδεσμον ἐν ξύλοις κεδρίνοις LXX 3Re.6.10, para asegurar una rampa artificial de tierra y piedras, Procop.Pers.2.26.24;
b) pieza de armadura, elemento de armazón en madera, para reforzar o consolidar un muro τοὺς ἐνδέσζμους (sic) τοῦ τείχους IEleusis l.c., cf. IG 22.463.50, IOropos 293.36 (todas IV a.C.), para trabar diversos elementos constructivos entre sí IEleusis 151.23, 27 (IV a.C.), τῆς ἀνακαθάρσεως τῶν ἐνδέσμων τοῦ ἀναλήμματος IEleusis 177.19 (IV a.C.). < ἔνδεσμος ἔνδετος > ἔνδεσμος, -ον
sujeto, presocon esposas y cepo, Luc.Lex.10.
German (Pape)
[Seite 832] ὁ, Einband, Band, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδεσμος: ὁ, τεμάχιον πανίου οὖ τὰς τέσσαρας ἄκρας συνάπτει τις καὶ οὕτω σχηματίζει εἶδος σακκούλας διὰ στράγγισμα, «τσαντήλα», εἰς ὀθόνιον καθαρὸν ἀραιὸν ἐνδήσας (τὸν ὀπὸν τοῦ νάρθηκος) ἀποκρέμασον εἰς χαλκῆν πυξίδα ἢ ὀστράκινον ἀγγεῖον, ὡς μὴ ἅπτεσθαι τοῦ πυθμένος τοῦ ἄγγους τὸν ἔνδεσμον» Διοσκ. 3. 97. 2) βαλλάντιον, ἔνδεσμος ἀργυρίου Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 20).
Greek Monolingual
ο (AM ἔνδεσμος)
ξύλινος ή μεταλλικός σκελετός για τη σύνδεση και στερέωση τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ.
νεοελλ.
1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη στήριξη ή σύνδεση του κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους
2. ενδέτης
αρχ.
1. λεπτό ύφασμα του οποίου δένονται τα τέσσερα άκρα για να χρησιμοποιηθεί για διήθηση υγρού
2. κομπόδεμα, πουγγί.