εὐετηρία: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1066.png Seite 1066]] ἡ, ein gesegnetes Jahr, Fruchtbarkeit, Plat. Conv. 188 a; ὁ [[σῖτος]] ἐν τῇ πόλει πολὺς ἦν εὐετηρίας γενομένης τῷ [[πρόσθεν]] ἔτει Xen. Hell. 5, 2, 4; Folgde, wie Arist. H. A. 8, 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1066.png Seite 1066]] ἡ, ein gesegnetes Jahr, Fruchtbarkeit, Plat. Conv. 188 a; ὁ [[σῖτος]] ἐν τῇ πόλει πολὺς ἦν εὐετηρίας γενομένης τῷ [[πρόσθεν]] ἔτει Xen. Hell. 5, 2, 4; Folgde, wie Arist. H. A. 8, 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />bonne année, année de production abondante.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐετηρία''': ἡ, ([[ἔτος]]) καλὸν [[ἔτος]], «καλὴ χρονιὰ» (διὰ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς), ὅτι ὁ [[σῖτος]] ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ [[πρόσθεν]] ἔτει Ξεν. Ἑλλ. 5.2, 4, Πλάτ. Συμπ. 188Α, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐν ταῖς εὐετηρίαις Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 20· ἐπὶ προβάτων, τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες [[σημεῖον]] εὐετηρίας [[εἶναι]] τοῖς προβάτοις ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 19, 7, κ. ἀλλ. 2)[[καθόλου]], [[εὐτυχία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 1. 8, 6., 8. 1, 1, Πολιτικ. 5. 6, 17, Ἡσύχ. | |lstext='''εὐετηρία''': ἡ, ([[ἔτος]]) καλὸν [[ἔτος]], «καλὴ χρονιὰ» (διὰ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς), ὅτι ὁ [[σῖτος]] ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ [[πρόσθεν]] ἔτει Ξεν. Ἑλλ. 5.2, 4, Πλάτ. Συμπ. 188Α, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐν ταῖς εὐετηρίαις Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 20· ἐπὶ προβάτων, τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες [[σημεῖον]] εὐετηρίας [[εἶναι]] τοῖς προβάτοις ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 19, 7, κ. ἀλλ. 2)[[καθόλου]], [[εὐτυχία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 1. 8, 6., 8. 1, 1, Πολιτικ. 5. 6, 17, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (ἔτος) A a good season (for the fruits of the earth), X. HG5.2.4, etc.: in plural, ἐν ταῖς εὐ. Arist.GA760b3. 2 thriving, Pl. Smp.188a; of cattle, Arist.HA574a14, al. 3 generally, prosperity, plenty, ἡ ἐκτὸς εὐ. Id.EN1098b26, cf. 1155a8, Pol.1306b11, SIG 799.16 (Cyzicus, i A. D.), etc.: personified, Εὐ. IG12(2).262 (Mytil.), Ath.Mitt.37.288 (Pergam., ii A. D.), etc.; as name of a trireme, IG22.1607.6.
German (Pape)
[Seite 1066] ἡ, ein gesegnetes Jahr, Fruchtbarkeit, Plat. Conv. 188 a; ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς ἦν εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει Xen. Hell. 5, 2, 4; Folgde, wie Arist. H. A. 8, 19.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne année, année de production abondante.
Étymologie: εὖ, ἔτος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐετηρία: ἡ, (ἔτος) καλὸν ἔτος, «καλὴ χρονιὰ» (διὰ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς), ὅτι ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει Ξεν. Ἑλλ. 5.2, 4, Πλάτ. Συμπ. 188Α, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐν ταῖς εὐετηρίαις Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 20· ἐπὶ προβάτων, τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῖον εὐετηρίας εἶναι τοῖς προβάτοις ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 19, 7, κ. ἀλλ. 2)καθόλου, εὐτυχία, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 1. 8, 6., 8. 1, 1, Πολιτικ. 5. 6, 17, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
εὐετηρία, ἡ (Α)
1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν.
β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῖον εὐετηρίας εἶναι τοῖς προβάτοις» — λέγουν οι ποιμένες ότι είναι απόδειξη ακμαιότητας τών προβάτων, Αριστοτ.)
2. (γενικά) ευτυχία, αφθονία, προκοπή
3. (προσωποποιημένο) Εὐετηρία
όνομα θεάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ετηρία (< έτος), πρβλ. δεκαετηρία, δυσετηρία].
Greek Monotonic
εὐετηρία: ἡ (ἔτος), καλή εποχή, καλή χρονιά, καρποφορία (με αναφορά στους καρπούς της γης), σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
εὐετηρία: ἡ счастливый год, благоденствие, процветание, изобилие, хороший урожай Xen., Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
εὐ-ετηρία, ἡ, ἔτος
goodness of season, a good season (for the fruits of the earth), Xen., etc.