εὔτροπος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1104.png Seite 1104]] gewandt, Erkl. von [[εὐτράπελος]], Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1104.png Seite 1104]] gewandt, Erkl. von [[εὐτράπελος]], Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />versatile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔτροπος''': -ον, ([[τρέπω]]) [[εὔστροφος]], οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, [[οἷον]] εὔτροποι· τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «[[εὔτροπος]] γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ [[ἦθος]] ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 1· ἐπὶ νοσημάτων, [[ἤπιος]], οὐχὶ [[ὀξύς]], καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως· ὀργὴ γὰρ ὁ [[τρόπος]]» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.
|lstext='''εὔτροπος''': -ον, ([[τρέπω]]) [[εὔστροφος]], οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, [[οἷον]] εὔτροποι· τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «[[εὔτροπος]] γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ [[ἦθος]] ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 1· ἐπὶ νοσημάτων, [[ἤπιος]], οὐχὶ [[ὀξύς]], καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως· ὀργὴ γὰρ ὁ [[τρόπος]]» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />versatile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτροπος Medium diacritics: εὔτροπος Low diacritics: εύτροπος Capitals: ΕΥΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: eútropos Transliteration B: eutropos Transliteration C: eytropos Beta Code: eu)/tropos

English (LSJ)

ον, (τρέπω) A versatile, etym. of εὐτράπελος, Arist.EN1128a10. II (τρόπος) morally good, Sch.Od.1.1; of diseases, mild, Hp.Hum.13; εὔτροπος ἀνθρώποισι δαίμων dub. sens. in PHib.1.2.6 (cf. Epich.258). Adv. -πως, gloss on εὐοργήτως, Sch.Th.1.122.

German (Pape)

[Seite 1104] gewandt, Erkl. von εὐτράπελος, Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
versatile.
Étymologie: εὖ, τρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτροπος: -ον, (τρέπω) εὔστροφος, οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, οἷον εὔτροποι· τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «εὔτροπος γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ ἦθος ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 1· ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, οὐχὶ ὀξύς, καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως· ὀργὴ γὰρ ὁ τρόπος» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.

Greek Monolingual

εὔτροπος, -ον (ΑΜ)
επιδέξιος, εύστροφος
αρχ.
1. αυτός που έχει καλούς τρόπους
2. (για νοσήματα) ήπιος, μαλακός.
επίρρ...
εὐτρόπως (Α)
(ως σχόλ. του επιρρ. εὐοργήτως στον Θουκ.) «εὐοργήτως
εὐτρόπως
ὀργὴ γὰρ ὁ τρόπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρόπος (< τρέπω)].

Greek Monotonic

εὔτροπος: -ον (τρέπω), εύστροφος, πολυμήχανος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὔτροπος:
1) изворотливый, легко приспособляющийся Arst.

Middle Liddell

εὔ-τροπος, ον τρέπω
versatile, Arist.