διακελευσμός: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0581.png Seite 581]] ὁ, das Zureden, Ermuntern, Thuc. 7, 71; – Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0581.png Seite 581]] ὁ, das Zureden, Ermuntern, Thuc. 7, 71; – Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />exhortation, encouragement.<br />'''Étymologie:''' [[διακελεύομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακελευσμός''': ὁ, [[παρακίνησις]], παραθάρρυνσις, [[προτροπή]], Θουκ. 7. 71. 2) ἀμοιβαία παρότυνσις, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 2, 4., 17. 9, 3. | |lstext='''διακελευσμός''': ὁ, [[παρακίνησις]], παραθάρρυνσις, [[προτροπή]], Θουκ. 7. 71. 2) ἀμοιβαία παρότυνσις, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 2, 4., 17. 9, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, exhortation, cheering on, Th.7.71, J.AJ3.2.4.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
exhortación, ánimo, aliento πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Th.7.71, προθυμίᾳ τε καὶ διακελευσμῷ ... χρωμένων I.AI 3.53, cf. 17.216.
German (Pape)
[Seite 581] ὁ, das Zureden, Ermuntern, Thuc. 7, 71; – Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: διακελεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διακελευσμός: ὁ, παρακίνησις, παραθάρρυνσις, προτροπή, Θουκ. 7. 71. 2) ἀμοιβαία παρότυνσις, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 2, 4., 17. 9, 3.
Greek Monolingual
διακελευσμός, ο (Α) διακελεύομαι
προτροπή, παρόρμηση.
Greek Monotonic
διακελευσμός: ὁ, παρακίνηση, προτροπή, ενθάρρυνση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διακελευσμός: ὁ увещевание, побуждение (πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακελευσμός -οῦ, ὁ [διακελεύω] aanmoediging.
Middle Liddell
διακελευσμός, ὁ, [from διακελεύομαι
an exhortation, cheering on, Thuc.