γύναιος: Difference between revisions
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] = [[γυναικεῖος]], weiblich; Hom. zweimal, γυναίων [[εἵνεκα]] δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] = [[γυναικεῖος]], weiblich; Hom. zweimal, γυναίων [[εἵνεκα]] δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui concerne une femme : γύναια δῶρα OD présents faits à une femme.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γύναιος''': -α, -ον,= [[γυναικεῖος]], γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», [[λέξις]] ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― [[συχνάκις]] μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, [[ἀδύνατος]] [[γυνή]], Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9. | |lstext='''γύναιος''': -α, -ον,= [[γυναικεῖος]], γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», [[λέξις]] ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― [[συχνάκις]] μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, [[ἀδύνατος]] [[γυνή]], Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 19:00, 1 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, A = γυναικεῖος, γ. δῶρα presents made to a woman, Od.11.521.15.247; φυὴ γυναίη Mosch.2.45. II Subst. γύναιον, τό, little woman, term of endearment for a wife, Ar.V.610, Th.792: more freq. in a contemptuous sense, weak woman, And.1.130, etc.; γυναίου πρᾶγυ' ἐποίει D.25.57, cf. Arist.EN1171b10: but simply, = γυνή, Aen.Tact.2.6, D.S.17.24, J.AJ1.12.4, al., Ph.1.99, al., Plu. Pel.9.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -ίη Mosch.2.45
• Prosodia: [-ῠ-]
de mujer, mujeril, femenino γυναίων εἵνεκα δώρων por causa de los regalos hechos a una mujer, Od.11.521, 15.247, γυναίων εἵνεκα φίλτρων por la seducción de una mujer Orph.A.673, ἱμάτιον Iambl.VP 124, Ἰὼ ... φυὴν δ' οὐκ εἶχε γυναίην Mosch.l.c., cf. PSI 944.9 (IV d.C.), Hsch. • DMic.: ku-na-ja.
German (Pape)
[Seite 511] = γυναικεῖος, weiblich; Hom. zweimal, γυναίων εἵνεκα δώρων Versende Odyss. 11, 521. 15, 247, Weibergeschenke, ob Geschenke an ein Weib, oder von einem Weibe, oder in Bezug auf ein Weib ist aus den Stellen nicht deutlich, vgl. Scholl. und Apollon. Lex. Homer. p. 55, 31.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne une femme : γύναια δῶρα OD présents faits à une femme.
Étymologie: γυνή.
Greek (Liddell-Scott)
γύναιος: -α, -ον,= γυναικεῖος, γύναια δῶρα, δῶρα παρεχόμενα εἰς γυναῖκα, Ὀδ. Λ. 531, Ο. 247. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γύναιον, τό, «γυναικοῦλα», λέξις ἀγάπης καὶ στοργῆς ἀποτεινομένη πρὸς σύζυγον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 610, Θεσμ. 792·― συχνάκις μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, ἀδύνατος γυνή, Ἀνδοκ. 17. 9, Δημ. 787. 25, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 4·― ἀλλ’ οὐχὶ ἀληθὲς ὑποκοριστ., Λοβ. Παραλ. 305, πρβλ. Διόδ. 17. 24, Πλούτ. Πελοπ. 9.
English (Autenrieth)
= γυναικεῖος, δῶρα, Od. 11.521 and Od. 15.247.
Greek Monolingual
γύναιος, -α, -ον (Α)
φρ. «γύναια δώρα» — δώρα που δίνονται σε γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γύναιος (αντίστοιχος μυκην. τ. ku-na-ja) < (θ.) γυν-, γυνή + (επίθημα) -αιος (πρβλ. δείλαιος, μάταιος). Κατ' άλλους, γύναιος < (κλητ.) γύναι].
Greek Monotonic
γύναιος: [ῠ], -α, -ον = γυναικεῖος·
I. γύναια δῶρα, τα δώρα που προσφέρονται σε μια γυναίκα, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως ουσ., γύναιον, τό, μικρή γυναίκα, γυναικούλα, ως χαρακτηρισμός αγάπης και τρυφερότητας απευθυνόμενος στη σύζυγο, σε Αριστοφ.· με υποτιμητική, περιφρονητική σημασία, αδύναμη γυναίκα, γυναικούλα, σε Δημ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γύναιος -α -ον [γυνή] vrouwen-:. γ. δῶρα geschenken voor een vrouw Od. 11.521.
Russian (Dvoretsky)
γύναιος: Hom. = γυναικεῖος.
Middle Liddell
= γυναικεῖος
I. γύναια δῶρα presents made to a woman, Od.
II. as substantive, little woman, wifey, as a term of endearment, Ar.:— in a contemptuous sense, a weak woman, Dem., etc.