γλυκαίνω: Difference between revisions
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γλῠκαίνω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. 3<sup>a</sup> sg. γλυκανεῖ [[LXX]] <i>Si</i>.12.16, pas. γλυκανθήσεται [[LXX]] <i>Si</i>.49.1; aor. inf. γλυκῆναι D.L.8.70, pas. ind. 3<sup>a</sup> sg. ἐγλυκάνθη Mosch.3.110, subj. 3<sup>a</sup> sg. γλυκανθῇ Hp.<i>Morb</i>.3.17; perf. part. γεγλυκασμένος Ath.384d]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[endulzar]], [[hacer dulce o de sabor dulce]] ὁ ἥλιος ... θερμαίνων γλυκαίνει (τὸν καρπόν) Hp.<i>Nat.Puer</i>.26, σεύτλου χυλὸν μετὰ μέλιτος γλυκάνας Gal.14.545, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ἡλίου ... αἱ σταφυλαί X.<i>Oec</i>.19.19, cf. Hp.<i>Aër</i>.8, Arist.<i>Ph</i>.244<sup>b</sup>7, ἐγλυκάνθη τὸ ὕδωρ [[LXX]] <i>Ex</i>.15.25, ζωμὸς γεγλυκασμένος Ath.384d.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med.-pas. y aor. en -ην [[volverse dulce]], [[hacerse de sabor dulce]] ἕως ἂν ... γλυκανθῇ un compuesto médico, Hp.<i>Morb</i>.l.c., φάρμακον ... χείλεσσι ποτέδραμε κοὐκ ἐγλυκάνθη; Mosch.l.c., (φησίν) καταμίξαντα γλυκῆναι τὰ ῥεύματα D.L.l.c.<br /><b class="num">•</b>c. suj. de pers. [[notar un sabor dulce]] γλυκανθέντες πολλάκις τὸν κεκινηκότα χυμὸν ἀγνοοῦμεν Ph.1.121.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> en rel. c. sonidos y el oído [[dulcificar]], [[suavizar]] (τὴν μελοποιΐαν) Aristox.<i>Harm</i>.30.5, φωναὶ γλυκαίνουσαί τε τὴν ἀκοήν D.H.<i>Comp</i>.15.12, en v. pas. ἐγλυκάνθη μέλος [[LXX]] <i>Si</i>.50.18, ὀνόματα, ὑφ' ὧν γλυκαίνεται (ἡ [[ἀκοή]]) D.H.<i>Comp</i>.12.1.<br /><b class="num">2</b> intr. [[producir una sensación de dulzura]], [[resultar agradable]] ἐν τοῖς χείλεσιν [[αὐτοῦ]] γλυκανεῖ ὁ ἐχθρός [[LXX]] <i>Si</i>.12.16<br /><b class="num">•</b>pero [[sentir un gusto a dulce]], [[tener una sensación agradable]] γλυκανεῖ τὸ στόμα [[αὐτοῦ]] [[LXX]] <i>Si</i>.27.23<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas., ref. a las pasiones [[dulcificarse]], [[suavizarse]] γλυκαίνεσθαι γὰρ λέγουσι καὶ πικραίνεσθαι Plu.2.1120e. | |dgtxt=(γλῠκαίνω)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. 3<sup>a</sup> sg. γλυκανεῖ [[LXX]] <i>Si</i>.12.16, pas. γλυκανθήσεται [[LXX]] <i>Si</i>.49.1; aor. inf. γλυκῆναι D.L.8.70, pas. ind. 3<sup>a</sup> sg. ἐγλυκάνθη Mosch.3.110, subj. 3<sup>a</sup> sg. γλυκανθῇ Hp.<i>Morb</i>.3.17; perf. part. γεγλυκασμένος Ath.384d]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[endulzar]], [[hacer dulce o de sabor dulce]] ὁ ἥλιος ... θερμαίνων γλυκαίνει (τὸν καρπόν) Hp.<i>Nat.Puer</i>.26, σεύτλου χυλὸν μετὰ μέλιτος γλυκάνας Gal.14.545, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ἡλίου ... αἱ σταφυλαί X.<i>Oec</i>.19.19, cf. Hp.<i>Aër</i>.8, Arist.<i>Ph</i>.244<sup>b</sup>7, ἐγλυκάνθη τὸ ὕδωρ [[LXX]] <i>Ex</i>.15.25, ζωμὸς γεγλυκασμένος Ath.384d.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med.-pas. y aor. en -ην [[volverse dulce]], [[hacerse de sabor dulce]] ἕως ἂν ... γλυκανθῇ un compuesto médico, Hp.<i>Morb</i>.l.c., φάρμακον ... χείλεσσι ποτέδραμε κοὐκ ἐγλυκάνθη; Mosch.l.c., (φησίν) καταμίξαντα γλυκῆναι τὰ ῥεύματα D.L.l.c.<br /><b class="num">•</b>c. suj. de pers. [[notar un sabor dulce]] γλυκανθέντες πολλάκις τὸν κεκινηκότα χυμὸν ἀγνοοῦμεν Ph.1.121.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> en rel. c. sonidos y el oído [[dulcificar]], [[suavizar]] (τὴν μελοποιΐαν) Aristox.<i>Harm</i>.30.5, φωναὶ γλυκαίνουσαί τε τὴν ἀκοήν D.H.<i>Comp</i>.15.12, en v. pas. ἐγλυκάνθη μέλος [[LXX]] <i>Si</i>.50.18, ὀνόματα, ὑφ' ὧν γλυκαίνεται (ἡ [[ἀκοή]]) D.H.<i>Comp</i>.12.1.<br /><b class="num">2</b> intr. [[producir una sensación de dulzura]], [[resultar agradable]] ἐν τοῖς χείλεσιν [[αὐτοῦ]] γλυκανεῖ ὁ ἐχθρός [[LXX]] <i>Si</i>.12.16<br /><b class="num">•</b>pero [[sentir un gusto a dulce]], [[tener una sensación agradable]] γλυκανεῖ τὸ στόμα [[αὐτοῦ]] [[LXX]] <i>Si</i>.27.23<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas., ref. a las pasiones [[dulcificarse]], [[suavizarse]] γλυκαίνεσθαι γὰρ λέγουσι καὶ πικραίνεσθαι Plu.2.1120e. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> γλυκανῶ, <i>ao.</i> ἐγλύκανα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> γλυκανθήσομαι, <i>ao.</i> ἐγλυκάνθην, <i>pf.</i> γεγλύκασμαι;<br /><b>1</b> rendre doux, donner une saveur douce à ; <i>Pass. de</i>venir doux;<br /><b>2</b> procurer une sensation douce à, affecter agréablement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλῠκαίνω''': μέλλ.-ᾰνῶ Ἑβδ.· ἀόρ. ἐγλύκᾱνα Διογ. Λ. 8. 70· - καθιστῶ τι γλυκύ, ἀντίθ. τῷ [[πικραίνω]], Διογ. Λ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· - [[μᾶλλον]] ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ., μέλλ. γλυκανθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐγλυκάνθην Ἱππ. 497. 44, Μόσχ. 3. 111· πρκμ. γεγλύκασμαι Ἀθήν. 384D, ἀλλὰ ἀπεγλ- Δίφιλ. Σιφν. [[αὐτόθι]] 55F·- [[γίνομαι]] [[γλυκύς]], Σοφ. Ἀποσπ. 239, Ἱππ. Ἀέρ. 285 κ. ἀλλ. | |lstext='''γλῠκαίνω''': μέλλ.-ᾰνῶ Ἑβδ.· ἀόρ. ἐγλύκᾱνα Διογ. Λ. 8. 70· - καθιστῶ τι γλυκύ, ἀντίθ. τῷ [[πικραίνω]], Διογ. Λ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· - [[μᾶλλον]] ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ., μέλλ. γλυκανθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐγλυκάνθην Ἱππ. 497. 44, Μόσχ. 3. 111· πρκμ. γεγλύκασμαι Ἀθήν. 384D, ἀλλὰ ἀπεγλ- Δίφιλ. Σιφν. [[αὐτόθι]] 55F·- [[γίνομαι]] [[γλυκύς]], Σοφ. Ἀποσπ. 239, Ἱππ. Ἀέρ. 285 κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:10, 1 October 2022
English (LSJ)
fut. γλῠκ-ᾰνῶ LXX Si.12.16: aor. ἐγλύκᾱνα D.L.8.70:—sweeten, LXX Si.27.23; opp. πικραίνω, D.L. l.c.; affect with a sensation of sweetness, τὴν ἀκοήν D.H. Comp.15: abs., produce an effect of sweetness, in Music, Aristox.Harm.p.23 M.:—more freq. in Pass., fut. γλυκανθήσομαι LXX Si.49.1: aor. ἐγλυκάνθην Hp.Morb.3.17, Mosch.3.110: pf. γεγλύκασμαι Ath.9.384d, but ἀπ-εγλ. Diph.Siph.ib.2.55f:—to be sweetened, turn sweet, Hp.Aër.8, Arist.Ph.244b23; to be affected with a sensation of sweetness, D.H.Comp.12, Ph.1.121.
Spanish (DGE)
(γλῠκαίνω)
• Morfología: [fut. 3a sg. γλυκανεῖ LXX Si.12.16, pas. γλυκανθήσεται LXX Si.49.1; aor. inf. γλυκῆναι D.L.8.70, pas. ind. 3a sg. ἐγλυκάνθη Mosch.3.110, subj. 3a sg. γλυκανθῇ Hp.Morb.3.17; perf. part. γεγλυκασμένος Ath.384d]
I 1endulzar, hacer dulce o de sabor dulce ὁ ἥλιος ... θερμαίνων γλυκαίνει (τὸν καρπόν) Hp.Nat.Puer.26, σεύτλου χυλὸν μετὰ μέλιτος γλυκάνας Gal.14.545, en v. pas. ὑπὸ τοῦ ἡλίου ... αἱ σταφυλαί X.Oec.19.19, cf. Hp.Aër.8, Arist.Ph.244b7, ἐγλυκάνθη τὸ ὕδωρ LXX Ex.15.25, ζωμὸς γεγλυκασμένος Ath.384d.
2 intr., en v. med.-pas. y aor. en -ην volverse dulce, hacerse de sabor dulce ἕως ἂν ... γλυκανθῇ un compuesto médico, Hp.Morb.l.c., φάρμακον ... χείλεσσι ποτέδραμε κοὐκ ἐγλυκάνθη; Mosch.l.c., (φησίν) καταμίξαντα γλυκῆναι τὰ ῥεύματα D.L.l.c.
•c. suj. de pers. notar un sabor dulce γλυκανθέντες πολλάκις τὸν κεκινηκότα χυμὸν ἀγνοοῦμεν Ph.1.121.
II fig.
1 en rel. c. sonidos y el oído dulcificar, suavizar (τὴν μελοποιΐαν) Aristox.Harm.30.5, φωναὶ γλυκαίνουσαί τε τὴν ἀκοήν D.H.Comp.15.12, en v. pas. ἐγλυκάνθη μέλος LXX Si.50.18, ὀνόματα, ὑφ' ὧν γλυκαίνεται (ἡ ἀκοή) D.H.Comp.12.1.
2 intr. producir una sensación de dulzura, resultar agradable ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ γλυκανεῖ ὁ ἐχθρός LXX Si.12.16
•pero sentir un gusto a dulce, tener una sensación agradable γλυκανεῖ τὸ στόμα αὐτοῦ LXX Si.27.23
•en v. med.-pas., ref. a las pasiones dulcificarse, suavizarse γλυκαίνεσθαι γὰρ λέγουσι καὶ πικραίνεσθαι Plu.2.1120e.
French (Bailly abrégé)
f. γλυκανῶ, ao. ἐγλύκανα, pf. inus.
Pass. f. γλυκανθήσομαι, ao. ἐγλυκάνθην, pf. γεγλύκασμαι;
1 rendre doux, donner une saveur douce à ; Pass. devenir doux;
2 procurer une sensation douce à, affecter agréablement, acc..
Étymologie: γλυκύς.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκαίνω: μέλλ.-ᾰνῶ Ἑβδ.· ἀόρ. ἐγλύκᾱνα Διογ. Λ. 8. 70· - καθιστῶ τι γλυκύ, ἀντίθ. τῷ πικραίνω, Διογ. Λ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· - μᾶλλον ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ., μέλλ. γλυκανθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐγλυκάνθην Ἱππ. 497. 44, Μόσχ. 3. 111· πρκμ. γεγλύκασμαι Ἀθήν. 384D, ἀλλὰ ἀπεγλ- Δίφιλ. Σιφν. αὐτόθι 55F·- γίνομαι γλυκύς, Σοφ. Ἀποσπ. 239, Ἱππ. Ἀέρ. 285 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
(AM γλυκαίνω)
Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό
2. προξενώ το αίσθημα της γλυκύτητας
3. γίνομαι γλυκός
4. μαγεύω
γοητεύω
μσν.- νεοελλ.
1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση
2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο»)
3. δίνω σε κάποιον χαρά
4. γίνομαι ήπιος, καλοσυνεύω («γλύκανε ο καιρός», «ο κύρης του Ρωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει»)
5. καταπραΰνομαι, ανακουφίζομαι
αρχ.
μουσ. παράγω γλυκό ήχο. IΙ. γλυκαίνομαι
1. γίνομαι γλυκός
2. αισθάνομαι γλυκύτητα
μσν.- νεοελλ.
νιώθω ευχαρίστηση από κάτι και το επιδιώκω συχνά, καλοσυνηθίζω σε κάτι (παροιμ., «γλυκάθη η γριά στα σύκα κι όλη μέρα τ' αναζήτα»)
νεοελλ.
1. (φυτ.) «γλυκαίνονται οι ρίζες» — κόβονται οι ρίζες κατά τη μεταφύτευση
2.
Greek Monotonic
γλῠκαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, κάνω κάτι γλυκό, γλυκαίνω. — Παθ., γίνομαι γλυκός, γλυκαίνομαι, σε Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
γλῠκαίνω: делать сладким Diog. L.; pass. становиться или быть сладким Xen., Arst., Plut.: ὑπό τινος γλυκανθῆναι Sext. приобрести сладкий вкус от чего-л.
Middle Liddell
to sweeten:— Pass. to be sweetened, to turn sweet, Mosch.