θριπήδεστος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] [[wurmstichig]]; Theophr.; φυτά Ael. H. A. 16, 14; σφραγίδια Ar. Th. 427, σφραγῖδες Luc. Lexiph. 13, wurmstichiges Holz als Siegelring gebraucht, nach Schol. Ar. ξύλα ὑπὸ θριπῶν βεβρωμένα, οἷς ἐσφράγιζον, so auch Hesych., oder nach Lessing: mit so seinem Stich, als hätte sie der Wurm zernagt; Harpocr. aus Hyperid. führt Ἑλλάδα θριπήδεστον an, für διεφθαρμένην. Die Lesart θριπηδέστατος scheint falsch, s. aber Pausan. bei Eust. 1403, 38 u. vgl. [[θριπώδης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] [[wurmstichig]]; Theophr.; φυτά Ael. H. A. 16, 14; σφραγίδια Ar. Th. 427, σφραγῖδες Luc. Lexiph. 13, wurmstichiges Holz als Siegelring gebraucht, nach Schol. Ar. ξύλα ὑπὸ θριπῶν βεβρωμένα, οἷς ἐσφράγιζον, so auch Hesych., oder nach Lessing: mit so seinem Stich, als hätte sie der Wurm zernagt; Harpocr. aus Hyperid. führt Ἑλλάδα θριπήδεστον an, für διεφθαρμένην. Die Lesart θριπηδέστατος scheint falsch, s. aber Pausan. bei Eust. 1403, 38 u. vgl. [[θριπώδης]].
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />rongé de vers, vermoulu ; σφραγῖδες θριπήδεστοι LUC morceaux de bois mangés des vers, dont on se servait comme de sceaux ; <i>sel. d'autres</i> sceaux finement ciselés comme des morceaux de bois mangés des vers;<br /><i>Sp. irrég.</i> θριπηδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[θρίψ]], [[ἔδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θρῑπήδεστος''': -ον, ([[θρίψ]], ἐδήδεσμαι) σκωληκόβροτος, [[ξύλον]], [[ῥίζα]] Θεόφρ. (ἴδε κατωτ.)· κῶπαι ἢ κεραῖαι θριπήδεστοι Ἐπιγρ. ἐν Böckh’s Seewesen σελ. 441, 447, 471 καὶ μετὰ θηλ. καταλήξ. κλιμακίδες ἢ κεραῖαι θριπήδεσται 431, 432. ΙΙ. τὰ σφραγίδια θριπήδεστα ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 427, ἦσαν πιθ. κατὰ πρῶτον τεμάχια σκωληκοβρότου ξύλου χρησιμεύοντα ὡς σφραγῖδες, καὶ [[ἔπειτα]] σφραγῖδες κεχαραγμέναι κατὰ μίμησιν αὐτῶν, Müller Archäol. d. Kunst § 97. 2. - Οἱ ἀντιγραφεῖς [[πολλάκις]] ἔγραψαν αὐτὸ ἐσφαλμ. ὡς ὑπερθ. θριπηδέστατος, [[οἷον]] ἐν Λουκ. Λεξιφ. 13, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 8, 5 ([[ἔνθα]] κοινῶς θριπωδέστατον) τὸ ὑπερθ. [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] καὶ ἀναγνωρίζει αὐτὸ ὁ Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1403. 88.
|lstext='''θρῑπήδεστος''': -ον, ([[θρίψ]], ἐδήδεσμαι) σκωληκόβροτος, [[ξύλον]], [[ῥίζα]] Θεόφρ. (ἴδε κατωτ.)· κῶπαι ἢ κεραῖαι θριπήδεστοι Ἐπιγρ. ἐν Böckh’s Seewesen σελ. 441, 447, 471 καὶ μετὰ θηλ. καταλήξ. κλιμακίδες ἢ κεραῖαι θριπήδεσται 431, 432. ΙΙ. τὰ σφραγίδια θριπήδεστα ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 427, ἦσαν πιθ. κατὰ πρῶτον τεμάχια σκωληκοβρότου ξύλου χρησιμεύοντα ὡς σφραγῖδες, καὶ [[ἔπειτα]] σφραγῖδες κεχαραγμέναι κατὰ μίμησιν αὐτῶν, Müller Archäol. d. Kunst § 97. 2. - Οἱ ἀντιγραφεῖς [[πολλάκις]] ἔγραψαν αὐτὸ ἐσφαλμ. ὡς ὑπερθ. θριπηδέστατος, [[οἷον]] ἐν Λουκ. Λεξιφ. 13, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 8, 5 ([[ἔνθα]] κοινῶς θριπωδέστατον) τὸ ὑπερθ. [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] καὶ ἀναγνωρίζει αὐτὸ ὁ Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1403. 88.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />rongé de vers, vermoulu ; σφραγῖδες θριπήδεστοι LUC morceaux de bois mangés des vers, dont on se servait comme de sceaux ; <i>sel. d'autres</i> sceaux finement ciselés comme des morceaux de bois mangés des vers;<br /><i>Sp. irrég.</i> θριπηδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[θρίψ]], [[ἔδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῑπήδεστος Medium diacritics: θριπήδεστος Low diacritics: θριπήδεστος Capitals: ΘΡΙΠΗΔΕΣΤΟΣ
Transliteration A: thripḗdestos Transliteration B: thripēdestos Transliteration C: thripidestos Beta Code: qriph/destos

English (LSJ)

ον, (θρίψ, ἐδήδεσμαι) A worm-eaten, ῥίζαι Thphr.HP 9.14.3, cf. IG22.1628.163, al., 1672.306; κεραῖαι θριπήδεσται ib.1628.205, but -οι 1629.328. 2 σφραγίδια θ. seals made of worm-eaten wood, Ar.Th.427, cf. Sch. 3 metaph.,= διεφθαρμένη, Hyp.Fr. 82. (Freq. corrupted to -έστατος, as in Ar.Th.l.c. (ap. Suid.), Hyp. l.c. (v.l.), Luc.Lex.13 (v.l.), cf. Paus.Gr.Fr.205, but a Sup. is never necessary exc. in Thphr.HP3.8.5 (v. θριπώδης).)

German (Pape)

[Seite 1219] wurmstichig; Theophr.; φυτά Ael. H. A. 16, 14; σφραγίδια Ar. Th. 427, σφραγῖδες Luc. Lexiph. 13, wurmstichiges Holz als Siegelring gebraucht, nach Schol. Ar. ξύλα ὑπὸ θριπῶν βεβρωμένα, οἷς ἐσφράγιζον, so auch Hesych., oder nach Lessing: mit so seinem Stich, als hätte sie der Wurm zernagt; Harpocr. aus Hyperid. führt Ἑλλάδα θριπήδεστον an, für διεφθαρμένην. Die Lesart θριπηδέστατος scheint falsch, s. aber Pausan. bei Eust. 1403, 38 u. vgl. θριπώδης.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
rongé de vers, vermoulu ; σφραγῖδες θριπήδεστοι LUC morceaux de bois mangés des vers, dont on se servait comme de sceaux ; sel. d'autres sceaux finement ciselés comme des morceaux de bois mangés des vers;
Sp. irrég. θριπηδέστατος.
Étymologie: θρίψ, ἔδω.

Greek (Liddell-Scott)

θρῑπήδεστος: -ον, (θρίψ, ἐδήδεσμαι) σκωληκόβροτος, ξύλον, ῥίζα Θεόφρ. (ἴδε κατωτ.)· κῶπαι ἢ κεραῖαι θριπήδεστοι Ἐπιγρ. ἐν Böckh’s Seewesen σελ. 441, 447, 471 καὶ μετὰ θηλ. καταλήξ. κλιμακίδες ἢ κεραῖαι θριπήδεσται 431, 432. ΙΙ. τὰ σφραγίδια θριπήδεστα ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 427, ἦσαν πιθ. κατὰ πρῶτον τεμάχια σκωληκοβρότου ξύλου χρησιμεύοντα ὡς σφραγῖδες, καὶ ἔπειτα σφραγῖδες κεχαραγμέναι κατὰ μίμησιν αὐτῶν, Müller Archäol. d. Kunst § 97. 2. - Οἱ ἀντιγραφεῖς πολλάκις ἔγραψαν αὐτὸ ἐσφαλμ. ὡς ὑπερθ. θριπηδέστατος, οἷον ἐν Λουκ. Λεξιφ. 13, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 8, 5 (ἔνθα κοινῶς θριπωδέστατον) τὸ ὑπερθ. εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ἀναγνωρίζει αὐτὸ ὁ Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1403. 88.

Greek Monolingual

θριπήδεστος, -ον (Α)
1. σκουληκοφαγωμένος
φρ. «σφραγίδια θριπήδεστα» — τα πρώτα σκουληκοφαγωμένα ξύλα, που χρησίμευαν ως σφραγίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριψ, -ιπός + -ήδεστος < εδεστός (< έδω «τρώω»), με έκταση της αρχικής συλλαβής λόγω της συνθέσεως].

Russian (Dvoretsky)

θρῑπήδεστος: и 3 изъеденный древоточцами, источенный червями (ξύλον Theophr.): σφραγίδια θριπήδεστα Arph. или σφραγῖδες θριπήδεστοι Luc. печати из червоточного дерева (рисунок червоточины, всегда своеобразный, с трудом поддавался подделке).