βουπόρος: Difference between revisions
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0459.png Seite 459]] Rinder durchbohrend, [[ὀβελός]], ein großer Bratspieß, einen ganzen Ochsen daran zu stecken, Her. 2, 135, wie Dion. Hal. 2, 52; vgl. Eur. Cycl. 301; Xen. An. 7, 8, 14; σφαγεῖς Eur. Andr. 1135. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0459.png Seite 459]] Rinder durchbohrend, [[ὀβελός]], ein großer Bratspieß, einen ganzen Ochsen daran zu stecken, Her. 2, 135, wie Dion. Hal. 2, 52; vgl. Eur. Cycl. 301; Xen. An. 7, 8, 14; σφαγεῖς Eur. Andr. 1135. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />propre à percer un bœuf entier (grosse broche de fer).<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[πείρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βουπόρος''': -ον, ([[πείρω]]) ὁ διαπερῶν, διατρυπῶν βοῦν, βουπ. [[ὀβελός]], [[σοῦβλα]] ἱκανῶς [[μεγάλη]] δι’ ὁλόκληρον βοῦν, Ἡρόδ. 2. 135, Εὐρ. Κύκλ. 302· ἀμφώβολοι σφαγῆς … βουπόροι, ὀβελοὶ κατάλληλοι [[ὅπως]] διατρυπήσωσι τὸν λαιμὸν βοός, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1134, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14. | |lstext='''βουπόρος''': -ον, ([[πείρω]]) ὁ διαπερῶν, διατρυπῶν βοῦν, βουπ. [[ὀβελός]], [[σοῦβλα]] ἱκανῶς [[μεγάλη]] δι’ ὁλόκληρον βοῦν, Ἡρόδ. 2. 135, Εὐρ. Κύκλ. 302· ἀμφώβολοι σφαγῆς … βουπόροι, ὀβελοὶ κατάλληλοι [[ὅπως]] διατρυπήσωσι τὸν λαιμὸν βοός, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1134, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (πείρω) ox-piercing, β. ὀβελός a spit large enough for a whole ox, Hdt.2.135, cf. E.Cyc.302; ἀμφώβολοι σφαγῆς… βουπόροι spits fit to pierce an ox's throat, Id.Andr.1134; β. ὀβελίσκος X.An.7.8.14.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): βοο- Zonar.123.18C.
I capaz de atravesar un toro ὀβελός Hdt.2.135, E.Cyc.302, ὀβελίσκος X.An.7.8.14, ἀμφώβολοι E.Andr.1134.
II subst.
1 ὁ β. espetón grande Zonar.l.c.
2 τὸ β. obelisco β. Ἀρσινόης del Monte Atos, Call.Fr.110.45.
German (Pape)
[Seite 459] Rinder durchbohrend, ὀβελός, ein großer Bratspieß, einen ganzen Ochsen daran zu stecken, Her. 2, 135, wie Dion. Hal. 2, 52; vgl. Eur. Cycl. 301; Xen. An. 7, 8, 14; σφαγεῖς Eur. Andr. 1135.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre à percer un bœuf entier (grosse broche de fer).
Étymologie: βοῦς, πείρω.
Greek (Liddell-Scott)
βουπόρος: -ον, (πείρω) ὁ διαπερῶν, διατρυπῶν βοῦν, βουπ. ὀβελός, σοῦβλα ἱκανῶς μεγάλη δι’ ὁλόκληρον βοῦν, Ἡρόδ. 2. 135, Εὐρ. Κύκλ. 302· ἀμφώβολοι σφαγῆς … βουπόροι, ὀβελοὶ κατάλληλοι ὅπως διατρυπήσωσι τὸν λαιμὸν βοός, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1134, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14.
Greek Monolingual
βουπόρος, -ον (Α)
φρ. «βουπόρος ὀβελός» — σούβλα αρκετά μεγάλη για να διατρυπήσει ολόκληρο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. πείρω «διαπερνώ, διατρυπώ»)].
Greek Monotonic
βουπόρος: -ον (πείρω), αυτός που διαπερνά, που διατρυπά τα βόδια· βουπόρος ὀβελός, σούβλα αρκετά μεγάλη ώστε να χωρά διατρυπώντας ολόκληρο το βόδι, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βουπόρος: пронзающий (целого) быка (ὀβελός Her., Eur.; ὀβελίσκος Xen.; σφαγῆς Eur.).
Middle Liddell
πείρω
ox-piercing, βουπ. ὀβελός a spit large enough to spit an ox, Hdt., Eur.