κατασκαφής: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 13: Line 13:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1377.png Seite 1377]] ές, eingegraben, [[οἴκησις]], das Grab, Soph. Ant. 882.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1377.png Seite 1377]] ές, eingegraben, [[οἴκησις]], das Grab, Soph. Ant. 882.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />creusé dans la terre.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκαφής''': -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. [[οἴκησις]], τὸ βαθέως ἐσκαμμένον [[οἴκημα]], δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 891.
|lstext='''κατασκαφής''': -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. [[οἴκησις]], τὸ βαθέως ἐσκαμμένον [[οἴκημα]], δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 891.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />creusé dans la terre.<br />'''Étymologie:''' [[κατασκάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκᾰφής Medium diacritics: κατασκαφής Low diacritics: κατασκαφής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΑΦΗΣ
Transliteration A: kataskaphḗs Transliteration B: kataskaphēs Transliteration C: kataskafis Beta Code: kataskafh/s

English (LSJ)

ές, dug down, κατασκαφὴς οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave.
τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς. Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own. (Sophocles, Antigone, 891)

German (Pape)

[Seite 1377] ές, eingegraben, οἴκησις, das Grab, Soph. Ant. 882.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
creusé dans la terre.
Étymologie: κατασκάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκαφής: -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. οἴκησις, τὸ βαθέως ἐσκαμμένον οἴκημα, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 891.

Greek Monolingual

κατασκαφής, -ές (Α)
ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυσκαφής, νεοσκαφής].

Greek Monotonic

κατασκᾰφής: -ές, κατεσκαμμένος, βαθιά σκαμμένος, κ. οἴκησις, πολύ βαθιά σκαμμένο οίκημα, δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατασκᾰφής: вырытый (в земле), подземный: κ. οἴκησις Soph. подземная обитель, т. е. могила.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασκαφής -ές [κατασκάπτω] onderaards:. οἴκησις κ. onderaardse woning Soph. Ant. 891.

Middle Liddell

κατασκᾰφής, ές [from κατασκάπτω
dug down, κ. οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave, Soph.