καταβρίθω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1341.png Seite 1341]] durch eine Last niederdrücken, überwiegen, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Theocr. 17, 95. – Perf. καταβέβριθα, schwer belastet sein, τινί, Hes. O. 236; so auch praes., Theocr. 7, 146.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1341.png Seite 1341]] durch eine Last niederdrücken, überwiegen, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Theocr. 17, 95. – Perf. καταβέβριθα, schwer belastet sein, τινί, Hes. O. 236; so auch praes., Theocr. 7, 146.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> accabler sous le poids, vaincre, surpasser;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être accablé sous le poids.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βρίθω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβρίθω''': ῑ: μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., [[βαρέως]] πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες [[ἔρασδε]], «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).
|lstext='''καταβρίθω''': ῑ: μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., [[βαρέως]] πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες [[ἔρασδε]], «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> accabler sous le poids, vaincre, surpasser;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être accablé sous le poids.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βρίθω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:23, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβρίθω Medium diacritics: καταβρίθω Low diacritics: καταβρίθω Capitals: ΚΑΤΑΒΡΙΘΩ
Transliteration A: katabríthō Transliteration B: katabrithō Transliteration C: katavritho Beta Code: katabri/qw

English (LSJ)

[ῑ], intr., A to be heavily laden, be weighed down by a thing, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι Hes.Op.234; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε Theoc.7.146. II trans., weigh down, outweigh, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Id.17.95.

German (Pape)

[Seite 1341] durch eine Last niederdrücken, überwiegen, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Theocr. 17, 95. – Perf. καταβέβριθα, schwer belastet sein, τινί, Hes. O. 236; so auch praes., Theocr. 7, 146.

French (Bailly abrégé)

1 tr. accabler sous le poids, vaincre, surpasser;
2 intr. être accablé sous le poids.
Étymologie: κατά, βρίθω.

Greek (Liddell-Scott)

καταβρίθω: ῑ: μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., βαρέως πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε, «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι ὑπέρτερος, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).

Greek Monolingual

καταβρίθω (Α)
1. είμαι πολύ βαριά φορτωμένος («εἰροκόποι δ' ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.)
2. καταβαρύνω, καταπιέζω («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», Θεόκρ.)
3. καταστρατηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βρίθω «είμαι γεμάτος»].

Greek Monotonic

καταβρίθω: [ῑ], μέλ. -βρίσω, παρακ. -βέβρῑθα·
I. αμτβ., πιέζομαι ή βαρύνομαι ισχυρά, δυνατά από κάτι, με δοτ., σε Ησίοδ., Θεόκρ.
II. μτβ., ζυγίζω περισσότερο από κάτι άλλο, υπερβαίνω σε βάρος, έχω μεγαλύτερη επιρροή, ὄλβῳ κ. βασιλῆας, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

καταβρίθω: (ῑ) (pf. καταβέβρῑθα)
1) быть обремененным, быть отягощенным (μαλλοῖς Hes.; βραβύλοισι Theocr.);
2) превосходить, перевешивать (ὄλβῳ πάντας βασιλῆας Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βρίθω, perf. καταβέβριθα met acc. neerdrukken, overtreffen:. ὄλβῳ κ. βασιλῆας de koningen in voorspoed overtreffen Theocr. 17.95. perf. intrans. beladen zijn:. οἴες μαλλοῖς καταβεβρίθασι de schapen zijn zwaar beladen met vacht Hes. Op. 234.

Middle Liddell

fut. -βρίσω perf. -βέβρῑθα
I. intr. to be heavily laden or weighed down by a thing, c. dat., Hes., Theocr.
II. trans. to weigh down, to outweigh, ὄλβῳ κ. βασιλῆας Theocr.