καταβλάπτω: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] beschädigen, verletzen; ὅτε μή τι καταβλάπτῃ τὸ σὸν [[αὐτοῦ]] H. h. Merc. 23; κατέβλαψε τὸν τρωθέντα Plat. Legg. IX, 877 b; βλάβην 864 e; ἄν τις καταβλάψῃ τινὰ ἑκὼν ἀδίκως Dem. 23, 50, vgl. das Gesetz ib. §. 28; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] beschädigen, verletzen; ὅτε μή τι καταβλάπτῃ τὸ σὸν [[αὐτοῦ]] H. h. Merc. 23; κατέβλαψε τὸν τρωθέντα Plat. Legg. IX, 877 b; βλάβην 864 e; ἄν τις καταβλάψῃ τινὰ ἑκὼν ἀδίκως Dem. 23, 50, vgl. das Gesetz ib. §. 28; Sp.
}}
{{bailly
|btext=nuire à, léser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βλάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβλάπτω''': μέλλ. -βλάψω, [[μεγάλως]] [[βλάπτω]], ζημιώνω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 93, Πλάτ. Νόμ. 877Β· βλάβην [[καταβλάπτω]] τινά, [[ἐπιφέρω]] ζημίαν, βλάβην εἴς τινα, [[αὐτόθι]] 864Ε· καταβεβλαφότες τὴν πρόσοδον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 51· ὅ κα καταβλάψῃ [[αὐτόθι]] 1845. 103.
|lstext='''καταβλάπτω''': μέλλ. -βλάψω, [[μεγάλως]] [[βλάπτω]], ζημιώνω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 93, Πλάτ. Νόμ. 877Β· βλάβην [[καταβλάπτω]] τινά, [[ἐπιφέρω]] ζημίαν, βλάβην εἴς τινα, [[αὐτόθι]] 864Ε· καταβεβλαφότες τὴν πρόσοδον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 51· ὅ κα καταβλάψῃ [[αὐτόθι]] 1845. 103.
}}
{{bailly
|btext=nuire à, léser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βλάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:24, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλάπτω Medium diacritics: καταβλάπτω Low diacritics: καταβλάπτω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΑΠΤΩ
Transliteration A: katabláptō Transliteration B: katablaptō Transliteration C: katavlapto Beta Code: katabla/ptw

English (LSJ)

hurt greatly, damage, h.Merc.93, Pl.Lg.877b, Lex ap.D.23.28, etc.; βλάβην κ. τινά inflict damage upon him, Pl.Lg. 864e; κατεβλαφότες τὰς προσόδους IG7.303.51 (Oropus); ὅ κα καταβλάψῃ for whatever damage he may have done, ib.9(1).694.102 (Corc.):—Pass., πολλὰ καταβλαβῆναι μέρη Str.1.3.20.

German (Pape)

[Seite 1340] beschädigen, verletzen; ὅτε μή τι καταβλάπτῃ τὸ σὸν αὐτοῦ H. h. Merc. 23; κατέβλαψε τὸν τρωθέντα Plat. Legg. IX, 877 b; βλάβην 864 e; ἄν τις καταβλάψῃ τινὰ ἑκὼν ἀδίκως Dem. 23, 50, vgl. das Gesetz ib. §. 28; Sp.

French (Bailly abrégé)

nuire à, léser, acc..
Étymologie: κατά, βλάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλάπτω: μέλλ. -βλάψω, μεγάλως βλάπτω, ζημιώνω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 93, Πλάτ. Νόμ. 877Β· βλάβην καταβλάπτω τινά, ἐπιφέρω ζημίαν, βλάβην εἴς τινα, αὐτόθι 864Ε· καταβεβλαφότες τὴν πρόσοδον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570a. 51· ὅ κα καταβλάψῃ αὐτόθι 1845. 103.

Greek Monolingual

καταβλάπτω (Α)
(επιτ. τ. του βλάπτω)
επιφέρω ζημιά, βλάβη σε κάποιον.

Greek Monotonic

καταβλάπτω: μέλ. -ψω, πληγώνω, βλάπτω σε μεγάλο βαθμό, καταστρέφω, ζημιώνω, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βλάπτω beschadigen; met acc. v. h. inw. obj.: βλάβην ἣν ἄν τινα καταβλάψῃ de schade die hij iem. heeft toegebracht Plat. Leg. 864e.

Russian (Dvoretsky)

καταβλάπτω: (тж. κ. βλάβην Plat.) причинять вред, наносить ущерб (τινά и τι HH, Arst., Dem., Plut.).

Middle Liddell

fut. ψω
to hurt greatly, damage, Hhymn., Plat.