λεπτουργής: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0031.png Seite 31]] ές, fein gearbeitet; [[ἔσθος]], H. h. 31, 14; ῥίζαι, klein geschnitten, Nic. bei Ath. IV, 133 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0031.png Seite 31]] ές, fein gearbeitet; [[ἔσθος]], H. h. 31, 14; ῥίζαι, klein geschnitten, Nic. bei Ath. IV, 133 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />finement travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτουργής''': -ές, λεπτῶς εἰργασμένος, [[ἔσθος]] Ὁμηρ. Ὕμ. 31. 14· ― [[λεπτός]], [[ἀδύνατος]], ῥίζαι Νικ. Ἀποσπ. 3. 9. | |lstext='''λεπτουργής''': -ές, λεπτῶς εἰργασμένος, [[ἔσθος]] Ὁμηρ. Ὕμ. 31. 14· ― [[λεπτός]], [[ἀδύνατος]], ῥίζαι Νικ. Ἀποσπ. 3. 9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:36, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, finely worked, ἔσθος h.Hom.31.14: cut up small, ῥίζαι Nic.Fr.70.10.
German (Pape)
[Seite 31] ές, fein gearbeitet; ἔσθος, H. h. 31, 14; ῥίζαι, klein geschnitten, Nic. bei Ath. IV, 133 d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
finement travaillé.
Étymologie: λεπτός, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτουργής: -ές, λεπτῶς εἰργασμένος, ἔσθος Ὁμηρ. Ὕμ. 31. 14· ― λεπτός, ἀδύνατος, ῥίζαι Νικ. Ἀποσπ. 3. 9.
Greek Monolingual
-ές (Α λεπτουργής, -ές)
επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.)
αρχ.
λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -(F)εργής (< Fέργον), πρβλ. αληθουργής, νεουργής].
Greek Monotonic
λεπτουργής: -ές (ἔργω), πολύ λεπτά δουλεμένος, ψιλοδουλεμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
λεπτουργής: тонко сработанный, изящный (ἔσθος HH).