καταμαντεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] wahrsagen gegen Einen, von Einem, τινός, Ath. XV, 686 c; – τινί τι, App. Pun. 77; – errathen, τὰ μέλλοντα, Arist. rhet. 1, 9, wie Pol. 2, 22, 7; τῆς ποιημάτων διανοίας Ath. XIV, 634 d; περὶ τῶν γυναικῶν ὁποῖαί τινες ἔσονται Nicostr. Stob. fl. 70, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] wahrsagen gegen Einen, von Einem, τινός, Ath. XV, 686 c; – τινί τι, App. Pun. 77; – errathen, τὰ μέλλοντα, Arist. rhet. 1, 9, wie Pol. 2, 22, 7; τῆς ποιημάτων διανοίας Ath. XIV, 634 d; περὶ τῶν γυναικῶν ὁποῖαί τινες ἔσονται Nicostr. Stob. fl. 70, 12.
}}
{{bailly
|btext=conjecturer (l'avenir) acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαντεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμαντεύομαι''': [[μαντεύομαι]], [[προλέγω]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἢ [[περί]] τινος, τί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, Ἀθήν. 686C, Κλήμ. Ἀλ. 690· τινί, μ. ἀπαρ. κατεμαντεύοντο τῇ πόλει μηδὲν ὀνήσειν Ἀπ. Καρχ. 77. 2) προοιωνίζομαι, [[εἰκάζω]], καταμαντευόμενοι… τὰ μέλλοντα κρίνομεν, εἰκάζοντες, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 40, Πολύβ. 2. 22, 7, κτλ.· Ἀρίσταρχος ὁ [[γραμματικός]], ὃν μάντιν ἐκάλει Παναίτιος διὰ τὸ ρᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας= διὰ τῆς εἰκασίας ἐπιτυγχάνει, Ἀθήν. 634C·― [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. ἐμπρθτ., Ἀθήν. 634D· κατ. περὶ τῶν γυναικῶν πόρρωθεν, ὁποῖαι…, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 25· πρβλ. [[μαντεύομαι]], Ι. 2.
|lstext='''καταμαντεύομαι''': [[μαντεύομαι]], [[προλέγω]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἢ [[περί]] τινος, τί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, Ἀθήν. 686C, Κλήμ. Ἀλ. 690· τινί, μ. ἀπαρ. κατεμαντεύοντο τῇ πόλει μηδὲν ὀνήσειν Ἀπ. Καρχ. 77. 2) προοιωνίζομαι, [[εἰκάζω]], καταμαντευόμενοι… τὰ μέλλοντα κρίνομεν, εἰκάζοντες, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 40, Πολύβ. 2. 22, 7, κτλ.· Ἀρίσταρχος ὁ [[γραμματικός]], ὃν μάντιν ἐκάλει Παναίτιος διὰ τὸ ρᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας= διὰ τῆς εἰκασίας ἐπιτυγχάνει, Ἀθήν. 634C·― [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. ἐμπρθτ., Ἀθήν. 634D· κατ. περὶ τῶν γυναικῶν πόρρωθεν, ὁποῖαι…, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 25· πρβλ. [[μαντεύομαι]], Ι. 2.
}}
{{bailly
|btext=conjecturer (l'avenir) acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαντεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμαντεύομαι Medium diacritics: καταμαντεύομαι Low diacritics: καταμαντεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΜΑΝΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katamanteúomai Transliteration B: katamanteuomai Transliteration C: katamanteyomai Beta Code: katamanteu/omai

English (LSJ)

A foretell against or about one, τι τῶν ἐχθρῶν J.BJ 4.4.6; <αὐτὸς> αὑτοῦ σιωπὴν κ. Ath.15.686c; τοῦτο τῇ πόλει, c. fut. inf., App.Pun.77. 2 divine, surmise, ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα -μαντευόμενοι κρίνομεν Arist.Rh.1368a31; κ. τὸ μέλλον Plb.2. 22.7, etc.: c. gen., ἰητροῦ ἐστι -μαντεύσασθαι τῶν τοιούτων Hp.Art.9; κ. τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας Ath.14.634d; τοῦ εἰκότως συμβαίνοντος Hierocl.in CA10p.437M.; κ. περὶ τῶν γυναικῶν, ὁποῖαι… Nicostr. ap.Stob.4.22.102, cf. Gal.15.907; ὑπέρ τινος Onos.36.2.

German (Pape)

[Seite 1362] wahrsagen gegen Einen, von Einem, τινός, Ath. XV, 686 c; – τινί τι, App. Pun. 77; – errathen, τὰ μέλλοντα, Arist. rhet. 1, 9, wie Pol. 2, 22, 7; τῆς ποιημάτων διανοίας Ath. XIV, 634 d; περὶ τῶν γυναικῶν ὁποῖαί τινες ἔσονται Nicostr. Stob. fl. 70, 12.

French (Bailly abrégé)

conjecturer (l'avenir) acc..
Étymologie: κατά, μαντεύω.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαντεύομαι: μαντεύομαι, προλέγω ἐναντίον τινὸς ἢ περί τινος, τί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785, Ἀθήν. 686C, Κλήμ. Ἀλ. 690· τινί, μ. ἀπαρ. κατεμαντεύοντο τῇ πόλει μηδὲν ὀνήσειν Ἀπ. Καρχ. 77. 2) προοιωνίζομαι, εἰκάζω, καταμαντευόμενοι… τὰ μέλλοντα κρίνομεν, εἰκάζοντες, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 40, Πολύβ. 2. 22, 7, κτλ.· Ἀρίσταρχος ὁ γραμματικός, ὃν μάντιν ἐκάλει Παναίτιος διὰ τὸ ρᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας= διὰ τῆς εἰκασίας ἐπιτυγχάνει, Ἀθήν. 634C·― ὡσαύτως μετὰ γεν. ἐμπρθτ., Ἀθήν. 634D· κατ. περὶ τῶν γυναικῶν πόρρωθεν, ὁποῖαι…, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 427. 25· πρβλ. μαντεύομαι, Ι. 2.

Greek Monolingual

καταμαντεύομαι (Α)
1. προλέγω εναντίον κάποιου ή για κάποιον κάτι
2. προιωνίζομαι, προμαντεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μαντεύομαι «προλέγω»].

Greek Monotonic

καταμαντεύομαι: αποθ., προφητεύω, εικάζω, υποθέτω, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

καταμαντεύομαι: отгадывать (ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μαντεύομαι voorspellen:; ἐκ τῶν προγεγονότων τὰ μέλλοντα uit het verleden de toekomst voorspellen Aristot. Rh. 1368a31; ook met gen.: ἰητροῦ ἐστι... καταμαντεύσασθαι τῶν τοιούτων het is de taak van de arts over dergelijke zaken een prognose te geven Hp. Art. 9.5.

Middle Liddell


Dep. to divine, surmise, Arist.