κατηφέω: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1401.png Seite 1401]] niedergeschlagen, bestürzt, beschämt sein; στῆ δὲ κατηφήσας Il. 22, 292; μνηστῆρες δ' ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ Od. 16, 342; τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; was schlägst du das Auge nieder? Eur. Med. 1008; sp. D., wie Csilim. 59 (VII, 517); Arist. H. A. 8, 29 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1401.png Seite 1401]] niedergeschlagen, bestürzt, beschämt sein; στῆ δὲ κατηφήσας Il. 22, 292; μνηστῆρες δ' ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ Od. 16, 342; τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; was schlägst du das Auge nieder? Eur. Med. 1008; sp. D., wie Csilim. 59 (VII, 517); Arist. H. A. 8, 29 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être triste, honteux, confus.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατηφέω''': εἶμαι [[κατηφής]], καταιβάζω τὰ ὄμματα [[ἕνεκα]] θλίψεως ἢ αἰσχύνης, στῆ δὲ κατηφήσας Ἰλ. Χ. 293· ἀκάχοντο κατήφησάν τ’ ἐνὶ θυμῷ Ὀδ. ΙΙ. 342, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 443, κτλ.· τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; Εὐρ. Μήδ. 1012· ἐπὶ ζῴων, ἐπὶ τοῦ ἵππου πάσχοντος τὸ [[νόσημα]] νυμφίασιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 23, 4.
|lstext='''κατηφέω''': εἶμαι [[κατηφής]], καταιβάζω τὰ ὄμματα [[ἕνεκα]] θλίψεως ἢ αἰσχύνης, στῆ δὲ κατηφήσας Ἰλ. Χ. 293· ἀκάχοντο κατήφησάν τ’ ἐνὶ θυμῷ Ὀδ. ΙΙ. 342, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 443, κτλ.· τί δὴ κατηφεῖς [[ὄμμα]]; Εὐρ. Μήδ. 1012· ἐπὶ ζῴων, ἐπὶ τοῦ ἵππου πάσχοντος τὸ [[νόσημα]] νυμφίασιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 23, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être triste, honteux, confus.<br />'''Étymologie:''' [[κατηφής]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηφέω Medium diacritics: κατηφέω Low diacritics: κατηφέω Capitals: ΚΑΤΗΦΕΩ
Transliteration A: katēphéō Transliteration B: katēpheō Transliteration C: katifeo Beta Code: kathfe/w

English (LSJ)

to be downcast, to be mute with horror or grief, στῆ δὲ κατηφήσας Il.22.293; ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ Od.16.342, cf. Call.Epigr.22, A.R.2.443, etc.; τί δαὶ κατηφεῖς ὄμμα; E.Med.1012; of animals, Arist.HA604b12; καὶ κατηφήσαι [ἂν] θεός and well might God grieve, J.BJ3.8.4 (v.l. οὓς κατέφησεν).

German (Pape)

[Seite 1401] niedergeschlagen, bestürzt, beschämt sein; στῆ δὲ κατηφήσας Il. 22, 292; μνηστῆρες δ' ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ θυμῷ Od. 16, 342; τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; was schlägst du das Auge nieder? Eur. Med. 1008; sp. D., wie Csilim. 59 (VII, 517); Arist. H. A. 8, 29 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être triste, honteux, confus.
Étymologie: κατηφής.

Greek (Liddell-Scott)

κατηφέω: εἶμαι κατηφής, καταιβάζω τὰ ὄμματα ἕνεκα θλίψεως ἢ αἰσχύνης, στῆ δὲ κατηφήσας Ἰλ. Χ. 293· ἀκάχοντο κατήφησάν τ’ ἐνὶ θυμῷ Ὀδ. ΙΙ. 342, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 443, κτλ.· τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; Εὐρ. Μήδ. 1012· ἐπὶ ζῴων, ἐπὶ τοῦ ἵππου πάσχοντος τὸ νόσημα νυμφίασιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 23, 4.

English (Autenrieth)

aor. κατήφησαν, part. -φήσᾶς: be humiliated, confounded, Od. 16.342, Il. 22.293.

Greek Monotonic

κατηφέω: μέλ. -ήσω, είμαι κατηφής, κατεβάζω τα μάτια από θλίψη ή ντροπή, σε Όμηρ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κατηφέω:
1) быть подавленным, пасть духом, приуныть (ἐνὶ θυμῷ Hom.);
2) печально опускать (τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; Eur.);
3) держать голову вниз (κατηφεῖ ἀεί, sc. ὁ ἵππος Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηφέω [κατηφής] moedeloos zijn, beschaamd zijn:. στῆ δὲ κατηφήσας hij stond er beteuterd bij Il. 22.293.

Middle Liddell

fut. ήσω
to be downcast, to be mute with horror or grief, Hom., Eur. [from κατηφής