παράζυξ: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] υγος, danebengespannt, als subst. ein Beipferd? – Bei Arist. polit. 2, 3, 6 Beiläufer, Überzähliger. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] υγος, danebengespannt, als subst. ein Beipferd? – Bei Arist. polit. 2, 3, 6 Beiläufer, Überzähliger. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />attaché auprès ; accessoire, qui compte pour peu ; [[οἱ]] παράζυγες ARSTT les prolétaires.<br />'''Étymologie:''' [[παραζεύγνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράζυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ παρεζευγμένος, πλησίον ἐζευγμένος· μεταφορ., παράζυγες, οἱ, ὑπεράριθμοι, περιττοί, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· οὕτω παρὰ Πλάτ. ἐπίγονοι: - πρβλ. [[περίζυξ]]. | |lstext='''παράζυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ παρεζευγμένος, πλησίον ἐζευγμένος· μεταφορ., παράζυγες, οἱ, ὑπεράριθμοι, περιττοί, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· οὕτω παρὰ Πλάτ. ἐπίγονοι: - πρβλ. [[περίζυξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:55, 2 October 2022
English (LSJ)
-υγος, ὁ, ἡ, yoked beside; metaph, παράζυγες, οἱ, supernumeraries, Arist. Pol. 1265b4.
German (Pape)
[Seite 478] υγος, danebengespannt, als subst. ein Beipferd? – Bei Arist. polit. 2, 3, 6 Beiläufer, Überzähliger.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
attaché auprès ; accessoire, qui compte pour peu ; οἱ παράζυγες ARSTT les prolétaires.
Étymologie: παραζεύγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
παράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ παρεζευγμένος, πλησίον ἐζευγμένος· μεταφορ., παράζυγες, οἱ, ὑπεράριθμοι, περιττοί, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· οὕτω παρὰ Πλάτ. ἐπίγονοι: - πρβλ. περίζυξ.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ζευχθεί μαζί με άλλον
2. (το αρσ. στον πληθ.) οι παράζυγες
οι υπεράριθμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ζυξ (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. ζυγός), πρβλ. σύ-ζυξ].
Greek Monotonic
παράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ζευγαρωμένος από δίπλα· πληθ. παράζυγες, υπεράριθμοι, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράζυξ -υγος, ὁ, ἡ [παραζεύγνυμι] ernaast ingespannen; overdr.: οἱ παράζυγες degenen die boventallig zijn. Aristot. Pol. 1265b4.
Russian (Dvoretsky)
παράζυξ: ῠγος adj. припряженный, пристяжной, перен. избыточный: οἱ παράζυγες Arst. паразиги, младшие дети (не имеющие, при майоратной системе, доли в наследстве).
Middle Liddell
παράζυξ, ῠγος,
yoked beside: pl. παράζυγες supernumeraries, Arist.