πολυκηδής: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui cause une grande affliction.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κῆδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠκηδής''': -ές, ὁ [[πλήρης]] φροντίδων, [[θλιβερός]], [[νόστος]] Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον».
|lstext='''πολῠκηδής''': -ές, ὁ [[πλήρης]] φροντίδων, [[θλιβερός]], [[νόστος]] Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui cause une grande affliction.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κῆδος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:18, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκηδής Medium diacritics: πολυκηδής Low diacritics: πολυκηδής Capitals: ΠΟΛΥΚΗΔΗΣ
Transliteration A: polykēdḗs Transliteration B: polykēdēs Transliteration C: polykidis Beta Code: polukhdh/s

English (LSJ)

ές, full of care, grievous, νόστος Od.9.37,23.351; μάχη Plu.Nob.2 (Sup.); νοῦσος Q.S.8.31; of persons, κασιγνήτη A.R. 4.734, cf. Q.S.10.310.

German (Pape)

[Seite 664] ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une grande affliction.
Étymologie: πολύς, κῆδος.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκηδής: -ές, ὁ πλήρης φροντίδων, θλιβερός, νόστος Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον».

English (Autenrieth)

ές (κῆδος): full of sorrows, woful, Od. 9.37 and Od. 23.351.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες
2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ' ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ' ἐνίσπω», Ομ. Οδ.)
3. ο αίτιος πολλών συμφορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλο-κηδής].

Greek Monotonic

πολῠκηδής: -ές (κῆδος), γεμάτος από φροντίδες, στεναχώριες, έγνοιες, θλιβερός, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκηδής -ές [πολύς, κῆδος] vol zorgen:. σὺ μὲν ἐνθάδ’ ἐμὸν πολυκηδέα νόστον κλαίουσ ( α ) terwijl jij hier mijn kommervolle terugkeer beweende Od. 23.351.

Russian (Dvoretsky)

πολυκηδής: исполненный забот, тяжелый, мучительный (νόστος Hom.).

Middle Liddell

πολῠ-κηδής, ές κῆδος
full of care, grievous, Od.