πολύγναμπτος: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0661.png Seite 661]] viel, sehr od. auf vielerlei Art gekrümmt; μυχοί, Pind. Ol. 3, 27, von Gebirgsgegenden; [[λαβύρινθος]], mit vielen Windungen, Ep. ad. 564 (IX, 191); [[πορεία]], Nonn. D. 14, 373; [[σέλινον]], kraus, Theocr. 7, 68. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0661.png Seite 661]] viel, sehr od. auf vielerlei Art gekrümmt; μυχοί, Pind. Ol. 3, 27, von Gebirgsgegenden; [[λαβύρινθος]], mit vielen Windungen, Ep. ad. 564 (IX, 191); [[πορεία]], Nonn. D. 14, 373; [[σέλινον]], kraus, Theocr. 7, 68. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a beaucoup de sinuosités, aux détours abondants;<br /><b>2</b> recourbé, frisé <i>en parl. de certains feuillages</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γνάμπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύγναμπτος''': -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· [[λαβύρινθος]] Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, [[σγουρός]], [[σέλινον]] Θεόκρ. 7. 68. | |lstext='''πολύγναμπτος''': -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· [[λαβύρινθος]] Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, [[σγουρός]], [[σέλινον]] Θεόκρ. 7. 68. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 08:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, much-bent, much-twisting, μυχοί Pi.O.3.27; λαβύρινθοι AP9.191; προχοαί Q.S.1.286; curly, σέλινον Theoc. 7.68.
German (Pape)
[Seite 661] viel, sehr od. auf vielerlei Art gekrümmt; μυχοί, Pind. Ol. 3, 27, von Gebirgsgegenden; λαβύρινθος, mit vielen Windungen, Ep. ad. 564 (IX, 191); πορεία, Nonn. D. 14, 373; σέλινον, kraus, Theocr. 7, 68.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a beaucoup de sinuosités, aux détours abondants;
2 recourbé, frisé en parl. de certains feuillages.
Étymologie: πολύς, γνάμπτω.
Greek (Liddell-Scott)
πολύγναμπτος: -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· λαβύρινθος Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, σγουρός, σέλινον Θεόκρ. 7. 68.
English (Slater)
πολύγναμπτος meandering Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν (O. 3.27)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές
2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.)
3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω «κάμπτω»), πρβλ. ά-γναμπτος, εύ-γναμπτος].
Greek Monotonic
πολύγναμπτος: -ον, αυτός που λυγίζει πολύ, αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· σγουρός, κατσαρός, σέλινον, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύγναμπτος:
1) весьма извилистый (μυχοί Pind.; λαβύρινθος Anth.);
2) вьющийся, кудрявый (σέλινον Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύγναμπτος -ον [πολύς, γνάμπτω] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68.
Middle Liddell
πολύ-γναμπτος, ον,
much-bent, much-twisting, Pind.: curling, frizzled, σέλινον Theocr.