πολυπείρων: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] ον, eigtl. viel begränzt, aus vielen Gränzen, Gegenden, [[λαός]], H. h. Cer. 297; übh. mannichfaltig, Orph. Arg. 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] ον, eigtl. viel begränzt, aus vielen Gränzen, Gegenden, [[λαός]], H. h. Cer. 297; übh. mannichfaltig, Orph. Arg. 33.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> qui a de nombreuses limites ; qui a de nombreuses contrées, de nombreuses populations;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> multiple, varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πέρας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠπείρων''': -ον, (πεῑρας) ὁ ἐκ πολλῶν περάτων συνελθών, [[παντοδαπός]], [[παντοειδής]], εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 297. 2) ὁ ἔχων εὐρέα ὅρια, ἀντίθετ. τῷ [[ἀπείρων]], Ὀρφ. Ἀργ. 33.
|lstext='''πολῠπείρων''': -ον, (πεῑρας) ὁ ἐκ πολλῶν περάτων συνελθών, [[παντοδαπός]], [[παντοειδής]], εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 297. 2) ὁ ἔχων εὐρέα ὅρια, ἀντίθετ. τῷ [[ἀπείρων]], Ὀρφ. Ἀργ. 33.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> qui a de nombreuses limites ; qui a de nombreuses contrées, de nombreuses populations;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> multiple, varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πέρας]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπείρων Medium diacritics: πολυπείρων Low diacritics: πολυπείρων Capitals: ΠΟΛΥΠΕΙΡΩΝ
Transliteration A: polypeírōn Transliteration B: polypeirōn Transliteration C: polypeiron Beta Code: polupei/rwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (πεῖρας) A with many boundaries, manifold, λαός h.Cer.296. 2 with wide boundaries, opp. ἀπείρων, Orph.A.33.

German (Pape)

[Seite 668] ον, eigtl. viel begränzt, aus vielen Gränzen, Gegenden, λαός, H. h. Cer. 297; übh. mannichfaltig, Orph. Arg. 33.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui a de nombreuses limites ; qui a de nombreuses contrées, de nombreuses populations;
2 p. ext. multiple, varié.
Étymologie: πολύς, πέρας.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπείρων: -ον, (πεῑρας) ὁ ἐκ πολλῶν περάτων συνελθών, παντοδαπός, παντοειδής, εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 297. 2) ὁ ἔχων εὐρέα ὅρια, ἀντίθετ. τῷ ἀπείρων, Ὀρφ. Ἀργ. 33.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει έλθει από τα πέρατα, που έχει συγκεντρωθεί από διάφορα σημεία («εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαόν», Υμν. Δήμ.)
2. αυτός που έχει απλωμένα, ανοιχτά πέρατα, ανοιχτά σύνορα («πολυπείρονας ὅρμους», Ορφ. Αργ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πείρων (< πέρας / πεῖρας, -ατος «όριο, σύνορο»), πρβλ. α-πείρων].

Greek Monotonic

πολῠπείρων: -ον (πεῖρας), αυτός που έχει πολλές οριακές γραμμές, πολυμερής, πολλαπλός, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

πολυπείρων: 2, gen. ονος имеющий много границ, т. е. занимающий много областей, весьма многочисленный (λαός HH).

Middle Liddell

πολῠ-πείρων, ον, πεῖρας
with many boundaries, manifold, Hhymn.