προκαταγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0728.png Seite 728]] vorher ankündigen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0728.png Seite 728]] vorher ankündigen, Sp.
}}
{{bailly
|btext=annoncer <i>ou</i> déclarer d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταγγέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαταγγέλλω''': [[ἀναγγέλλω]] ἢ [[διακηρύττω]] ἐκ τῶν προτέρων, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 18, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Κορινθ. θ΄, 5, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 2..
|lstext='''προκαταγγέλλω''': [[ἀναγγέλλω]] ἢ [[διακηρύττω]] ἐκ τῶν προτέρων, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 18, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Κορινθ. θ΄, 5, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 2..
}}
{{bailly
|btext=annoncer <i>ou</i> déclarer d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταγγέλλω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 08:34, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταγγέλλω Medium diacritics: προκαταγγέλλω Low diacritics: προκαταγγέλλω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΓΓΕΛΛΩ
Transliteration A: prokatangéllō Transliteration B: prokatangellō Transliteration C: prokataggello Beta Code: prokatagge/llw

English (LSJ)

announce or declare beforehand, Act.Ap.3.18, J. AJ2.5.2.

German (Pape)

[Seite 728] vorher ankündigen, Sp.

French (Bailly abrégé)

annoncer ou déclarer d'avance.
Étymologie: πρό, καταγγέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταγγέλλω: ἀναγγέλλωδιακηρύττω ἐκ τῶν προτέρων, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 18, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Κορινθ. θ΄, 5, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 2..

English (Strong)

from πρό and καταγγέλλω; to anounce beforehand, i.e. predict, promise: foretell, have notice, (show) before.

English (Thayer)

1st aorist προκατηγγελεια; perfect passive participle προκατηγγελμενος; to announce beforehand (that a thing will be): of prophecies — followed by an accusative with an infinitive τί, περί τίνος, pre-announce in the sense of to promise: τί, passive, (Josephus, Antiquities 1,12, 3; 2,9, 4; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ΜΑ
διακηρύσσω κάτι εκ τών προτέρων, προαναγγέλλω («ὁ δὲ Θεὸς ἃ προκατήγγειλε διὰ στόματος πάντων τῶν προφητῶν αὐτοῦ παθεῖν τὸν Χριστόν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταγγέλλω «αναγγέλλω, διακηρύσσω»].

Greek Monotonic

προκαταγγέλλω: μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω ή δηλώνω από πριν, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

προκαταγγέλλω: предвозвещать (διὰ στόματος τῶν προφητῶν NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καταγγέλλω vooraf aankondigen.

Middle Liddell

fut. -αγγελῶ
to announce or declare beforehand, NTest.

Chinese

原文音譯:prokataggšllw 普羅-卡特-昂給羅
詞類次數:動詞(4)
原文字根:以前-向下-信息
字義溯源:事先宣佈,預言,預先傳說;由(πρό)*=前)與(καταγγέλλω)=宣言)組成;而 (καταγγέλλω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄγγελος)=使者)組成,其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)比較: (προλέγω / προεῖπον)=預言
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編
1) 預先傳說(1) 徒7:52;
2) 預言(1) 徒3:24;
3) 曾預言(1) 徒3:18