προσλαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0771.png Seite 771]] (s. [[λαγχάνω]]), noch dazu erlosen; ἡμῖν δίκην προσείληχεν, noch dazu verklagen, Dem. 32, 9; Plut. Vgl. [[λαγχάνω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0771.png Seite 771]] (s. [[λαγχάνω]]), noch dazu erlosen; ἡμῖν δίκην προσείληχεν, noch dazu verklagen, Dem. 32, 9; Plut. Vgl. [[λαγχάνω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> προσέλαχον, <i>pf.</i> προσείληχα;<br />intenter : [[δίκην]], un procès.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λαγχάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσλαγχάνω''': κινῶ ἀγωγὴν [[προσέτι]], δίκην προσείληχεν, ἔχει κινήσῃ ἀγωγὴν [[προσέτι]] [[ἐναντίον]] ἡμῶν, Δημ. 884. 26, πρβλ Πλουτ. Περικλ. 36.
|lstext='''προσλαγχάνω''': κινῶ ἀγωγὴν [[προσέτι]], δίκην προσείληχεν, ἔχει κινήσῃ ἀγωγὴν [[προσέτι]] [[ἐναντίον]] ἡμῶν, Δημ. 884. 26, πρβλ Πλουτ. Περικλ. 36.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> προσέλαχον, <i>pf.</i> προσείληχα;<br />intenter : [[δίκην]], un procès.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λαγχάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλαγχάνω Medium diacritics: προσλαγχάνω Low diacritics: προσλαγχάνω Capitals: ΠΡΟΣΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: proslanchánō Transliteration B: proslanchanō Transliteration C: proslagchano Beta Code: proslagxa/nw

English (LSJ)

obtain by lot besides: δίκην προσείληχεν has brought an action against us besides, D.32.9, cf. Plu.Per.36; ῥᾳδίαν τὴν φυγὴν π. Procop.Gaz.p.161 B.

German (Pape)

[Seite 771] (s. λαγχάνω), noch dazu erlosen; ἡμῖν δίκην προσείληχεν, noch dazu verklagen, Dem. 32, 9; Plut. Vgl. λαγχάνω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προσέλαχον, pf. προσείληχα;
intenter : δίκην, un procès.
Étymologie: πρός, λαγχάνω.

Greek (Liddell-Scott)

προσλαγχάνω: κινῶ ἀγωγὴν προσέτι, δίκην προσείληχεν, ἔχει κινήσῃ ἀγωγὴν προσέτι ἐναντίον ἡμῶν, Δημ. 884. 26, πρβλ Πλουτ. Περικλ. 36.

Greek Monolingual

Α λαγχάνω
κινώ αγωγή εναντίον κάποιου επιπροσθέτως, κατηγορώ επί πλέον κάποιον.

Greek Monotonic

προσλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα, αποκτώ επιπλέον με κλήρο· δίκην προσλαγχάνω, κινώ επιπλέον αγωγή εναντίον κάποιου, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λαγχάνω ook verkrijgen: spec. jur.. δίκην προσείληχεν hij heeft ook nog toestemming gekregen om een proces te voeren Dem. 32.9; δίκην αὐτῷ προσέλαχε hij slaagde erin hem ook een proces aan te doen Plut. Per. 36.4.

Russian (Dvoretsky)

προσλαγχάνω: (aor. 2 προσέλαχον, pf. προσείληχα) юр. сверх того получать по жребию: π. δίκην τινί Dem., Plut. возбудить, кроме того, дело против кого-л.

Middle Liddell

fut. -λήξομαι perf. -είληχα
to obtain by lot besides, δίκην πρ. to obtain leave to bring an action also, Dem.