πυρία: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] ἡ, das trockene Dampfbad od. Schwitzbad, Her. 4, 75; Plut. Symp. 3, 10, 3; der Ort dazu, der gew. [[πυριατήριον]] heißt; auch eine Badewanne, Ath. V, 207 e; πυρίαν [[καθελεῖν]], Nicarch. 15 (XI, 243), vielleicht = den Kessel vom Feuer nehmen. – Uebtr., οἷον πυρίαι ἐν τῷ αἵματι γίγνονται, Arist. part. an. 2, 4. – Auch = [[πυρευτική]], Fischfang beim Fackelscheine, als [[varia lectio|v.l.]] bei Arist. H. A. 4, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] ἡ, das trockene Dampfbad od. Schwitzbad, Her. 4, 75; Plut. Symp. 3, 10, 3; der Ort dazu, der gew. [[πυριατήριον]] heißt; auch eine Badewanne, Ath. V, 207 e; πυρίαν [[καθελεῖν]], Nicarch. 15 (XI, 243), vielleicht = den Kessel vom Feuer nehmen. – Uebtr., οἷον πυρίαι ἐν τῷ αἵματι γίγνονται, Arist. part. an. 2, 4. – Auch = [[πυρευτική]], Fischfang beim Fackelscheine, als [[varia lectio|v.l.]] bei Arist. H. A. 4, 10.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sueur produite par la chaleur d'une étuve <i>ou</i> d'un bain.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, (πῦρ) λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, [[ὅπερ]] παρεσκεύαζον ῥίπτοντες [[σπέρμα]] καννάβεως ἢ ἄλλας εὐώδεις ὕλας ἐπὶ διαπύρων λίθων, Ἡρόδ. 4. 75, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 4. 5, πρβλ. Foës. Oec. Hipp.· πυρίαις χρῆσθαι ἐκ λίθων διαπύρων Στράβ. 154· τὰ σώματα ταῖς π. εὖ διατίθησι Πλούτ. 2. 658Ε· - καὶ ὑποτίθεται ὅτι τοιοῦτόν τι ὑποδηλοῖ ὁ μύθος περὶ τοῦ λέβητος τῆς Μηδείας, «ὁ δὲ Πελίας [[ἄνθρωπος]] [[γέρων]] καὶ ἀσθενὴς πυρίᾳ χρώμενος ἐτελεύτησε» Παλαίφατ. 44· πρβλ. [[πυριάω]]. 2) = [[πύελος]], Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207F, Ἀνθ. Π. 11. 243. 3) τεφροδόχος [[κάλπη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3108, 3113. ΙΙ. [[ἁλιεία]] διὰ πυρσοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 7· πρβλ. [[πυρευτικός]].
|lstext='''πῠρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, (πῦρ) λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, [[ὅπερ]] παρεσκεύαζον ῥίπτοντες [[σπέρμα]] καννάβεως ἢ ἄλλας εὐώδεις ὕλας ἐπὶ διαπύρων λίθων, Ἡρόδ. 4. 75, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 4. 5, πρβλ. Foës. Oec. Hipp.· πυρίαις χρῆσθαι ἐκ λίθων διαπύρων Στράβ. 154· τὰ σώματα ταῖς π. εὖ διατίθησι Πλούτ. 2. 658Ε· - καὶ ὑποτίθεται ὅτι τοιοῦτόν τι ὑποδηλοῖ ὁ μύθος περὶ τοῦ λέβητος τῆς Μηδείας, «ὁ δὲ Πελίας [[ἄνθρωπος]] [[γέρων]] καὶ ἀσθενὴς πυρίᾳ χρώμενος ἐτελεύτησε» Παλαίφατ. 44· πρβλ. [[πυριάω]]. 2) = [[πύελος]], Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207F, Ἀνθ. Π. 11. 243. 3) τεφροδόχος [[κάλπη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3108, 3113. ΙΙ. [[ἁλιεία]] διὰ πυρσοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 7· πρβλ. [[πυρευτικός]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sueur produite par la chaleur d'une étuve <i>ou</i> d'un bain.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρία Medium diacritics: πυρία Low diacritics: πυρία Capitals: ΠΥΡΙΑ
Transliteration A: pyría Transliteration B: pyria Transliteration C: pyria Beta Code: puri/a

English (LSJ)

Ion. πυρίη, ἡ, (πῦρ)
A vapour bath, made by throwing odorous substances on hot embers confined under a cloth, Hdt.4.75; πυρίαις χρῆσθαι ἐκ λίθων διαπύρων Str.3.3.6; τὰ σώματα ταῖς π. εὖ διατίθησι Plu.2.658d; πυρίαν ἐφεῦρεν [Μήδεια] Palaeph.43: metaph., γίνονται οἷον πυρίαι ἐν τῷ αἵματι Arist.PA651a1.
2 generally of all forms of external application of heat, ξηραὶ π. Hp.Acut.21; ὑγραί, ξηραί, Gal.15.519, cf. Hp.Aph.5.28, 6.31; of cauteries, πυρίῃσι καυτήρων Aret.CD1.2.
3 = πύελος 2, Moschio ap. Ath.5.207f; so perhaps in AP11.243 (Nicarch.).
4 = εἰσώστη, CIG3108,3113 (Teos); tomb chamber, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.108, al., Supp.Epigr.4.548.4 (Ephesus), 594.11 (Colophon).
II fishing by torchlight, Arist.HA537a18 (pl.).

German (Pape)

[Seite 821] ἡ, das trockene Dampfbad od. Schwitzbad, Her. 4, 75; Plut. Symp. 3, 10, 3; der Ort dazu, der gew. πυριατήριον heißt; auch eine Badewanne, Ath. V, 207 e; πυρίαν καθελεῖν, Nicarch. 15 (XI, 243), vielleicht = den Kessel vom Feuer nehmen. – Uebtr., οἷον πυρίαι ἐν τῷ αἵματι γίγνονται, Arist. part. an. 2, 4. – Auch = πυρευτική, Fischfang beim Fackelscheine, als v.l. bei Arist. H. A. 4, 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sueur produite par la chaleur d'une étuve ou d'un bain.
Étymologie: πῦρ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρία: Ἰων. -ίη, ἡ, (πῦρ) λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, ὅπερ παρεσκεύαζον ῥίπτοντες σπέρμα καννάβεως ἢ ἄλλας εὐώδεις ὕλας ἐπὶ διαπύρων λίθων, Ἡρόδ. 4. 75, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 4. 5, πρβλ. Foës. Oec. Hipp.· πυρίαις χρῆσθαι ἐκ λίθων διαπύρων Στράβ. 154· τὰ σώματα ταῖς π. εὖ διατίθησι Πλούτ. 2. 658Ε· - καὶ ὑποτίθεται ὅτι τοιοῦτόν τι ὑποδηλοῖ ὁ μύθος περὶ τοῦ λέβητος τῆς Μηδείας, «ὁ δὲ Πελίας ἄνθρωπος γέρων καὶ ἀσθενὴς πυρίᾳ χρώμενος ἐτελεύτησε» Παλαίφατ. 44· πρβλ. πυριάω. 2) = πύελος, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207F, Ἀνθ. Π. 11. 243. 3) τεφροδόχος κάλπη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3108, 3113. ΙΙ. ἁλιεία διὰ πυρσοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 7· πρβλ. πυρευτικός.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πυρίη, ἡ, Α
1. ατμόλουτρο το οποίο παρασκεύαζαν ρίχνοντας σπέρματα καννάβεως ή και άλλες ευώδεις ουσίες πάνω σε διάπυρους λίθους («χρωμένους δὶς καὶ πυρίαις ἐκ λίθων διαπύρων», Στράβ.)
2. κάθε είδος εξωτερικής εφαρμογής της θερμότητας
3. ψάρεμα με πυροφάνι
4. θολωτός τάφος, κιβούρι
5. πιθ. λουτήρας
6. οστεοθήκη και, ιδίως, ο καλός και καμαρωτός χώρος τών μεγάλων επιτύμβιων μνημάτων στην Καρία, η εισώστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -ία].

Greek Monotonic

πῠρία: Ιων. -ίη, ἡ (πῦρ), λουτρό με ατμό, που δημιουργείται ρίχνοντας ευώδεις ουσίες πάνω σε διάπυρους λίθους, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρία -ας, ἡ, Ion. πυρίη [πῦρ] stoombad. geneesk. gebruik van warmte, spec. van behandeling met warme kompressen.

Russian (Dvoretsky)

πῠρία: ион. πῠρίη
1) паровая баня Her., Arst., Plut.;
2) котел Anth.;
3) Arst. = πυρευτική.

Middle Liddell

πῠρία, ἡ, [πῦρ]
a vapour-bath, made by throwing scented substances on hot embers confined under a cloth, Hdt.

English (Woodhouse)

vapour bath

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)