σκωρία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] ἡ, jeder unreine Abgang, Abfall, Überbleibsel, Bodensatz, bes. Schlacken, die beim Ausschmelzen des Eisens abgehen; Arist. meteor. 4, 6; Poll. 7, 99.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] ἡ, jeder unreine Abgang, Abfall, Überbleibsel, Bodensatz, bes. Schlacken, die beim Ausschmelzen des Eisens abgehen; Arist. meteor. 4, 6; Poll. 7, 99.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />scorie.<br />'''Étymologie:''' [[σκώρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκωρία''': ἡ, ([[σκῶρ]]) [[ἀπότριμμα]], [[ἀπόβλημα]], περίττωμα μετάλλου, [[σκωρία]], ὡς ἐν τῇ Λατ. stercus ferri, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, π. Αἰσθήσ. 5, 5, Στράβ. 399, Διοσκ. 5. 9, 4.
|lstext='''σκωρία''': ἡ, ([[σκῶρ]]) [[ἀπότριμμα]], [[ἀπόβλημα]], περίττωμα μετάλλου, [[σκωρία]], ὡς ἐν τῇ Λατ. stercus ferri, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, π. Αἰσθήσ. 5, 5, Στράβ. 399, Διοσκ. 5. 9, 4.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />scorie.<br />'''Étymologie:''' [[σκώρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:57, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωρία Medium diacritics: σκωρία Low diacritics: σκωρία Capitals: ΣΚΩΡΙΑ
Transliteration A: skōría Transliteration B: skōria Transliteration C: skoria Beta Code: skwri/a

English (LSJ)

ἡ, (σκῶρ) dross of metal, slag, Arist.Mete.383b1, Sens.443a19, Herod.6.83, Str.9.1.23, Dsc.5.80, Simp.in Cael.667.15; written σκωρέα, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.

German (Pape)

[Seite 910] ἡ, jeder unreine Abgang, Abfall, Überbleibsel, Bodensatz, bes. Schlacken, die beim Ausschmelzen des Eisens abgehen; Arist. meteor. 4, 6; Poll. 7, 99.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
scorie.
Étymologie: σκώρ.

Greek (Liddell-Scott)

σκωρία: ἡ, (σκῶρ) ἀπότριμμα, ἀπόβλημα, περίττωμα μετάλλου, σκωρία, ὡς ἐν τῇ Λατ. stercus ferri, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, π. Αἰσθήσ. 5, 5, Στράβ. 399, Διοσκ. 5. 9, 4.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σκωρέα Α σκῶρ
προϊόν που σχηματίζεται στην επιφάνεια του σιδήρου κατά την οξείδωσή του με την επίδραση του υγρού αέρα, η σκωρία σιδήρου, η σκουριά
νεοελλ.
1. υποπροϊόν της μεταλλουργικής κατεργασίας, δηλαδή της διαδικασίας εξαγωγής ενός μετάλλου από τα μεταλλεύματά του, όπως λ.χ. κατά την παραγωγή σιδήρου με την τεχνική της υψικαμίνου, υποπροϊόν που αποτελείται από πυριτικά άλατα και οξείδια μετάλλων (α. «εύτηκτη σκωρία» — σκωρία αποτελούμενη κυρίως από πυριτικά άλατα του ασβεστίου, του μαγνησίου και του αργιλίου, με την οποία απομακρύνονται απο την υψικάμινο οι γαιώδεις προσμίξεις)
2. βοτ. η σκωρίαση τών φυτών
3. (πετρογρ.) βαρύ σκοτεινόχρωμο υαλώδες πυροκλαστικό εκρηξιγενές πέτρωμα, που περιέχει πολλές βακουέλες, κοιλότητες οι οποίες μοιάζουν με φυσαλλίδες («αφρώδης σκωρία» — σκωρία στην οποία οι φυσαλλίδες είναι πολύ λεπτά κελύφη στερεοποιημένου βασαλτικού μάγματος)
4. φρ. α) «έριο σκωρίας» — προϊόν που σχηματίζεται στις υψικαμίνους κατά την παρασκευή του σιδήρου
β) «σκωρία σιδήρου» — προϊόν διάβρωσης του σιδήρου και ορισμένων κραμάτων του, το οποίο αποτελείται κυρίως απο ένυδρο οξείδιο του τρισθενούς σιδήρου και σχηματίζεται εύκολα από τη δράση του οξυγόνου και της υγρασίας του ατμοσφαιρικού αέρα.

Greek Monotonic

σκωρία: ἡ, σκουριά του μετάλλου, κατακάθι, σκουριά, πουρί, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

σκωρία:шлак Arst.

Middle Liddell

σκωρία, ἡ, [from σκῶρ
the dross of metal, slag, scoria, Strab.