συγκεχυμένως: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0967.png Seite 967]] adv. part. pert. pass. von [[συγχέω]], vermischt, verworren, Arist. eth. 7, 2 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0967.png Seite 967]] adv. part. pert. pass. von [[συγχέω]], vermischt, verworren, Arist. eth. 7, 2 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />confusément.<br />'''Étymologie:''' συγκέχυμαι, <i>pf. Pass. de</i> [[συγχέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκεχῠμένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συγχέω]], ὡς καὶ νῦν, [[φύρδην]] [[μίγδην]], ἀτάκτως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 171, Πλούτ., κτλ. | |lstext='''συγκεχῠμένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συγχέω]], ὡς καὶ νῦν, [[φύρδην]] [[μίγδην]], ἀτάκτως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 171, Πλούτ., κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:07, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. of συγχέω, indiscriminately, Arist.EN1145b16, Plu.2.168a, S.E.M.7.171, etc.; φεύγειν J.AJ13.4.4; εἰπεῖν (opp. σαφῶς) Hermog.Id.1.11.
German (Pape)
[Seite 967] adv. part. pert. pass. von συγχέω, vermischt, verworren, Arist. eth. 7, 2 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément.
Étymologie: συγκέχυμαι, pf. Pass. de συγχέω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεχῠμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγχέω, ὡς καὶ νῦν, φύρδην μίγδην, ἀτάκτως, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 1, 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 171, Πλούτ., κτλ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και συγκεχυμένα Ν
επίρρ. χωρίς σαφή διάκριση, ασυνάρτητα, ακαθόριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεχυμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. συγχέω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
συγκεχυμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συγχέω, ατάκτως, ανάκατα, φύρδην μίγδην, τουρλού τουρλού, αδιακρίτως, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
συγκεχῠμένως: спутанно, беспорядочно, неясно Arst., Plut., Sext.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκεχυμένως, adv. van het ptc. perf. med.-pass. van συγχέω, verward, zonder onderscheid.
Middle Liddell
[adverb from perf. pass. part. of συγχέω
confusedly, indiscriminately, Arist.