συμμαχέω: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] Einem kämpfen helfen, Kampfgenosse u. übh. Gehülfe, Beistand sein; Aesch. Pers. 779; τοῖσδε σὺ εἶ ξυμμαχήσων Soph. Phil. 1352; ὅδ' ὡς ἔοικε τῇ γυναικὶ συμμαχεῖν Ant. 736; in Prosa: Her. 1, 98; Thuc. 7, 50; Plat. Menex. 245 b; τῷ δικαίῳ Rep. IV, 440 c; Xen. Cyr. 1, 3, 15; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] Einem kämpfen helfen, Kampfgenosse u. übh. Gehülfe, Beistand sein; Aesch. Pers. 779; τοῖσδε σὺ εἶ ξυμμαχήσων Soph. Phil. 1352; ὅδ' ὡς ἔοικε τῇ γυναικὶ συμμαχεῖν Ant. 736; in Prosa: Her. 1, 98; Thuc. 7, 50; Plat. Menex. 245 b; τῷ δικαίῳ Rep. IV, 440 c; Xen. Cyr. 1, 3, 15; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />assister dans un combat :<br /><b>1</b> être allié de guerre;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> assister, secourir, τινι ; <i>Pass.</i> συμμαχεῖσθαι [[ὑπό]] τινος LUC être secouru par qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύμμαχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμᾰχέω''': εἶμαι [[σύμμαχος]], εἶμαι συνδεδεμένος διὰ συμμαχίας, τίνι τρόπῳ δὲ συμμαχεῖ; Αἰσχύλ. Πέρσ. 793, Θουκ. 1, 35., 7. 50· οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν, συμμαχεῖν οὐχὶ πρὸς πόλεμον ἀλλὰ πρὸς κακοποιίαν, ὁ αὐτ. 1. 39· ― [[καθόλου]], βοηθῷ, [[συντρέχω]], σ. τινι Σοφ. Ἀντ. 740, Φιλ. 1366, Πλάτ., κλπ.· τοῖς εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ [[τύχη]] Κριτίας 13· σ. [[ὥστε]]..., βοηθῶ [[ὥστε]]..., Ἡρόδ. 1. 98. ― Παθ., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Λουκ. π. Διαβολ. 22. Πρβλ. [[συμμάχομαι]]. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 192 κἑξ., 859. | |lstext='''συμμᾰχέω''': εἶμαι [[σύμμαχος]], εἶμαι συνδεδεμένος διὰ συμμαχίας, τίνι τρόπῳ δὲ συμμαχεῖ; Αἰσχύλ. Πέρσ. 793, Θουκ. 1, 35., 7. 50· οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν, συμμαχεῖν οὐχὶ πρὸς πόλεμον ἀλλὰ πρὸς κακοποιίαν, ὁ αὐτ. 1. 39· ― [[καθόλου]], βοηθῷ, [[συντρέχω]], σ. τινι Σοφ. Ἀντ. 740, Φιλ. 1366, Πλάτ., κλπ.· τοῖς εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ [[τύχη]] Κριτίας 13· σ. [[ὥστε]]..., βοηθῶ [[ὥστε]]..., Ἡρόδ. 1. 98. ― Παθ., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Λουκ. π. Διαβολ. 22. Πρβλ. [[συμμάχομαι]]. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 192 κἑξ., 859. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:07, 2 October 2022
English (LSJ)
aor. συνεμάχησα IG22.10A7 (v B.C.): pf. συμμεμάχηκα SIG588.61 (Milet., ii B.C.):—to be an ally, to be in alliance, A.Pers. 793, Th.1.35, 7.50, etc.: c. acc. cogn., σ. τὴν μάχην IG l.c.: c. dat., SIG366.8 (Delph., iii B.C.), etc.; οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν join not in war but in doing wrong, Th.1.39: generally, help, succour, σ. τινί S.Ant.740, Ph.1368, Pl.R.440c, Phlb.14b, etc.; τοῖσιν εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη Critias 21; σ. ὥστε . .assist towards... Hdt.1.98:— Med., pf. part. συμμεμαχημένος in act. sense, Luc. Tyr.7:—Pass., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Id.Cal.22. Cf. συμμάχομαι.
German (Pape)
[Seite 980] Einem kämpfen helfen, Kampfgenosse u. übh. Gehülfe, Beistand sein; Aesch. Pers. 779; τοῖσδε σὺ εἶ ξυμμαχήσων Soph. Phil. 1352; ὅδ' ὡς ἔοικε τῇ γυναικὶ συμμαχεῖν Ant. 736; in Prosa: Her. 1, 98; Thuc. 7, 50; Plat. Menex. 245 b; τῷ δικαίῳ Rep. IV, 440 c; Xen. Cyr. 1, 3, 15; Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
assister dans un combat :
1 être allié de guerre;
2 en gén. assister, secourir, τινι ; Pass. συμμαχεῖσθαι ὑπό τινος LUC être secouru par qqn.
Étymologie: σύμμαχος.
Greek (Liddell-Scott)
συμμᾰχέω: εἶμαι σύμμαχος, εἶμαι συνδεδεμένος διὰ συμμαχίας, τίνι τρόπῳ δὲ συμμαχεῖ; Αἰσχύλ. Πέρσ. 793, Θουκ. 1, 35., 7. 50· οὐ ξ., ἀλλὰ ξυναδικεῖν, συμμαχεῖν οὐχὶ πρὸς πόλεμον ἀλλὰ πρὸς κακοποιίαν, ὁ αὐτ. 1. 39· ― καθόλου, βοηθῷ, συντρέχω, σ. τινι Σοφ. Ἀντ. 740, Φιλ. 1366, Πλάτ., κλπ.· τοῖς εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη Κριτίας 13· σ. ὥστε..., βοηθῶ ὥστε..., Ἡρόδ. 1. 98. ― Παθ., συμμαχοῦμαι ὑπό τινος Λουκ. π. Διαβολ. 22. Πρβλ. συμμάχομαι. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 192 κἑξ., 859.
Greek Monotonic
συμμᾰχέω: μέλ. -ήσω (σύμμαχος), είμαι σύμμαχος, ανήκω σε μια συμμαχία, σε Αισχύλ., Θουκ.· γενικά, βοηθώ, παρέχω αρωγή, συντρέχω, συνδράμω, τινί, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., βοηθιέμαι, δέχομαι βοήθεια, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συμμᾰχέω:
1) совместно сражаться, помогать в борьбе, быть (боевым) союзником Aesch., Thuc.;
2) помогать, содействовать (τινι Soph., Plat.): τὸ χωρίον συμμαχέει κολωνὸς ἐὸν ὥστε τοιοῦτο εἶναι Her. холмистый характер местности способствует этому; ὑπὸ τούτων ἁπάντων συμμαχούμενος Luc. поддерживаемый всеми ими.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμαχέω, Att. ook ξυμμαχέω [σύμμαχος] meestrijden (met), geallieerd zijn (aan); met dat. helpen, bijstaan (vaak in de strijd); met dat.
Middle Liddell
fut. ήσω σύμμαχος
to be an ally, to be in alliance, Aesch., Thuc.:—generally, to help, aid, succour, τινί Soph., etc.:—Pass. to be assisted, Luc.