τάμισος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1066.png Seite 1066]] ἡ, dor. für [[πυτία]], Lab, [[δέρμα]] [[νέας]] ταμίσοιο ποτόσδον, Theocr. 7, 16, das Fell roch nach frischem Lab, mit dem es bereitet war.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1066.png Seite 1066]] ἡ, dor. für [[πυτία]], Lab, [[δέρμα]] [[νέας]] ταμίσοιο ποτόσδον, Theocr. 7, 16, das Fell roch nach frischem Lab, mit dem es bereitet war.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />présure.<br />'''Étymologie:''' DELG ταμεῖν de [[τέμνω]] ; cf. [[σχίζειν]] τὸ [[γάλα]] « trancher le lait ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τάμῐσος''': [ᾰ], ἡ, Δωρ. λέξ. ἀντὶ [[πυετία]], ἡ [[πυτία]], δέρμα [[νέας]] ταμίσοιο ποτόσδον Θεόκρ. 7. 16., 11. 66, Νίκ., κλπ.
|lstext='''τάμῐσος''': [ᾰ], ἡ, Δωρ. λέξ. ἀντὶ [[πυετία]], ἡ [[πυτία]], δέρμα [[νέας]] ταμίσοιο ποτόσδον Θεόκρ. 7. 16., 11. 66, Νίκ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />présure.<br />'''Étymologie:''' DELG ταμεῖν de [[τέμνω]] ; cf. [[σχίζειν]] τὸ [[γάλα]] « trancher le lait ».
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐσος Medium diacritics: τάμισος Low diacritics: τάμισος Capitals: ΤΑΜΙΣΟΣ
Transliteration A: támisos Transliteration B: tamisos Transliteration C: tamisos Beta Code: ta/misos

English (LSJ)

ἡ, rennet, Hp.Mul.2.192; δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον Theoc.7.16, cf. 11.66, Nic.Th.577, al.

German (Pape)

[Seite 1066] ἡ, dor. für πυτία, Lab, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον, Theocr. 7, 16, das Fell roch nach frischem Lab, mit dem es bereitet war.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
présure.
Étymologie: DELG ταμεῖν de τέμνω ; cf. σχίζειν τὸ γάλα « trancher le lait ».

Greek (Liddell-Scott)

τάμῐσος: [ᾰ], ἡ, Δωρ. λέξ. ἀντὶ πυετία, ἡ πυτία, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον Θεόκρ. 7. 16., 11. 66, Νίκ., κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῖαν ἐνεῖσα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταμ- του τέμνω (πρβλ. αόρ. β' ἔταμ-ον) με επίθημα -σος, που απαντά σε ονομασίες φυτών ή οργάνων (πρβλ. κύτισος, μάδισος). Η σημασιολογική σύνδεση του τ. με το ρ. τέμνω δικαιολογείται από το γεγονός ότι η πυτιά είναι ένζυμο που βοηθά στην πήξη του γάλακτος, δηλ. στον διαχωρισμό (από όπου η σημ. του τέμνω) της τυρώδους ουσίας από τον ορό (πρβλ. και τη φρ. σχίζω γάλα με σημ. «πήζω γάλα» ή τη φρ. το γάλα έκοψε ή κόπηκε, που δηλώνει ακριβώς την ίδια διεργασία διαχωρισμού σε τυρώδη ουσία και ορό του γάλακτος που δεν είναι φρέσκο και έχει υποστεί ζύμωση].

Greek Monotonic

τάμῐσος: [ᾰ], ἡ, πυτιά (ένζυμο που το χρησιμοποιούν οι τυροκόμοι για το πήξιμο του τυριού), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τάμῐσος: (ᾰ) ἡ (= атт. πυτία) молочная закваска, сычуг Theocr.

Middle Liddell

τᾰ́μῐσος, ἡ,
rennet, Theocr.

Frisk Etymology German

τάμισος: {támisos}
Grammar: f.
Meaning: Lab (Hp., Theok., Nik.)
Derivative: mit ταμισίνης τυρός mit Lab zubereiteter Käse (Diokl. Fr.; wie ὀξίνης u.a.), -ιον n. = coagulum (Gloss.).
Etymology: Zu ταμεῖν mit demselben Ausgang wie in μάδισος, κύτισος (vgl. Chantraine Form. 435, Schwyzer 516f.). Die Bed. entwicklung erhellt aus γαλατμόν = λάχανον ἄγριον (als Labmittel) und aus σχίζειν τὸ γάλα die Milch gerinnen machen (Dsk.). Fick BB 28, 108.
Page 2,850-851