τριπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tripla/sios
|Beta Code=tripla/sios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thrice as many]], [[thrice as much]], [[thrice as great as]], c. gen., ὄρνις τ. Κλεωνύμου <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>88</span>, etc.; τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>756d</span>; τριπλασίοις αὑτῶν <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>422c</span>; τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον <span class="bibl">D.42.31</span>: abs., <b class="b3">τ. δύναμιν εἶχε</b> (sc. <b class="b3">τῆς προτέρας</b>) <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.4.21</span>; τ. διαστήματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>36a</span>; [[τριπλάσιον]], opp. [[τριτημόριον]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1020b27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> neut. as adverb, <b class="b3">τριπλάσιον κεκράξομαί σου</b> [[thrice as much as]] you, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>285</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">718</span>:— regul. Adv. [[τριπλασίως]] Sch.B <span class="bibl">Il.21.80</span>, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>43.4</span>.</span>
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thrice as many]], [[thrice as much]], [[thrice as great as]], c. gen., ὄρνις τ. Κλεωνύμου <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>88</span>, etc.; τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>756d</span>; τριπλασίοις αὑτῶν <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>422c</span>; τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον <span class="bibl">D.42.31</span>: abs., <b class="b3">τ. δύναμιν εἶχε</b> (sc. <b class="b3">τῆς προτέρας</b>) <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.4.21</span>; τ. διαστήματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>36a</span>; [[τριπλάσιον]], opp. [[τριτημόριον]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1020b27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> neut. as adverb, <b class="b3">τριπλάσιον κεκράξομαί σου</b> [[thrice as much as]] you, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>285</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">718</span>:— regul. Adv. [[τριπλασίως]] Sch.B <span class="bibl">Il.21.80</span>, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>43.4</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />triple ; <i>adv.</i> • τριπλάσιον trois fois autant.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], -πλάσιος.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐπλάσιος''': [ᾰ], ᾰ, ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς [[τόσος]], [[τρεῖς]] φορὰς [[ἄλλος]] [[τόσος]], τρὶς τόσον [[μέγας]], μετὰ γενικ., ὄρνιν τριπλάσιον Κλεωνύμου Ἀριστοφ. Ἀχ. 88, Πλάτ., κλπ.· τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας Πλάτ. Νόμ. 756D· τριπλασίοις αὐτῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 422C· τριπλασίας [[τιμῆς]] ἢ πρότερον Δημ. 1048· 25· - ἀπολ., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (ἐξυπακ. τῆς προτέρας) Ξεν. Ἀν. 7. 4, 24· τρ. διαστήματα Πλάτ. Τίμ. 36Α. ΙΙ. τριπλάσιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἀντίθετ. τῷ τριτημόριον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1. 2) ὡς ἐπίρρ., τριπλάσιον κεκράξομαί σου, τρὶς τόσον ὅσον σύ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 285, πρβλ. 718· - ὁμαλ. ἐπίρρ. τριπλασίως, Ἀρχ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 80, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΓ΄, 4).
|lstext='''τρῐπλάσιος''': [ᾰ], ᾰ, ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς [[τόσος]], [[τρεῖς]] φορὰς [[ἄλλος]] [[τόσος]], τρὶς τόσον [[μέγας]], μετὰ γενικ., ὄρνιν τριπλάσιον Κλεωνύμου Ἀριστοφ. Ἀχ. 88, Πλάτ., κλπ.· τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας Πλάτ. Νόμ. 756D· τριπλασίοις αὐτῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 422C· τριπλασίας [[τιμῆς]] ἢ πρότερον Δημ. 1048· 25· - ἀπολ., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (ἐξυπακ. τῆς προτέρας) Ξεν. Ἀν. 7. 4, 24· τρ. διαστήματα Πλάτ. Τίμ. 36Α. ΙΙ. τριπλάσιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἀντίθετ. τῷ τριτημόριον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1. 2) ὡς ἐπίρρ., τριπλάσιον κεκράξομαί σου, τρὶς τόσον ὅσον σύ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 285, πρβλ. 718· - ὁμαλ. ἐπίρρ. τριπλασίως, Ἀρχ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 80, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΓ΄, 4).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />triple ; <i>adv.</i> • τριπλάσιον trois fois autant.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], -πλάσιος.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπλᾰ́σιος Medium diacritics: τριπλάσιος Low diacritics: τριπλάσιος Capitals: ΤΡΙΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: triplásios Transliteration B: triplasios Transliteration C: triplasios Beta Code: tripla/sios

English (LSJ)

α, ον, A thrice as many, thrice as much, thrice as great as, c. gen., ὄρνις τ. Κλεωνύμου Ar.Ach.88, etc.; τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας Pl.Lg.756d; τριπλασίοις αὑτῶν Id.R.422c; τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον D.42.31: abs., τ. δύναμιν εἶχε (sc. τῆς προτέρας) X.An.7.4.21; τ. διαστήματα Pl.Ti.36a; τριπλάσιον, opp. τριτημόριον, Arist.Metaph.1020b27. 2 neut. as adverb, τριπλάσιον κεκράξομαί σου thrice as much as you, Ar.Eq.285 (lyr.), cf. 718:— regul. Adv. τριπλασίως Sch.B Il.21.80, v.l. in LXX Si.43.4.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
triple ; adv. • τριπλάσιον trois fois autant.
Étymologie: τρεῖς, -πλάσιος.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπλάσιος: [ᾰ], ᾰ, ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς τόσος, τρεῖς φορὰς ἄλλος τόσος, τρὶς τόσον μέγας, μετὰ γενικ., ὄρνιν τριπλάσιον Κλεωνύμου Ἀριστοφ. Ἀχ. 88, Πλάτ., κλπ.· τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας Πλάτ. Νόμ. 756D· τριπλασίοις αὐτῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 422C· τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον Δημ. 1048· 25· - ἀπολ., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (ἐξυπακ. τῆς προτέρας) Ξεν. Ἀν. 7. 4, 24· τρ. διαστήματα Πλάτ. Τίμ. 36Α. ΙΙ. τριπλάσιον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἀντίθετ. τῷ τριτημόριον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1. 2) ὡς ἐπίρρ., τριπλάσιον κεκράξομαί σου, τρὶς τόσον ὅσον σύ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 285, πρβλ. 718· - ὁμαλ. ἐπίρρ. τριπλασίως, Ἀρχ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 80, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΓ΄, 4).

Greek Monolingual

-α, -ο / τριπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
1. (για αριθμό, μέγεθος, ποσότητα) τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον (α. «τα έξοδα φέτος είναι τριπλάσια» β. «ζημιοῦσθαι... τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας», Πλάτ.
γ. «τοῦτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον διατιθέμενοι», Δημοσθ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τριπλάσιο(ν)
ποσότητα τρεις φορές μεγαλύτερη από άλλην
νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρ. ως επίρρ.) τριπλάσια, τρεις φορές περισσότερο ή τρεις φορές μεγαλύτερο («αυτός πήρε στη μοιρασιά το τριπλάσιο από μένα»)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) τριπλάσιον
τρεις φορές περισσότερο, τρεις φορές μεγαλύτερο, τρεις φορές δυνατότερα.
επίρρ...
τριπλασίως ΝΜΑ, και τριπλάσια Ν
σε τριπλάσια ποσότητα ή ένταση, σε τριπλάσιο μέγεθος ή αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλάσιος].

Greek Monotonic

τρῐπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον,
I. τρεις φορές άλλος τόσος, τρεις φορές τόσο μεγάλος όσο..., με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (ενν. τῆς προτέρας), σε Ξεν.
II. τριπλάσιον, ως επίρρ., τριπλάσιον, τρεις φορές τόσο πολύ, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριπλάσιος -α -ον [τρι -, ~ διπλάσιος] drievoudig, drie maal zo groot, met gen.: ὄρνις τριπλάσιον Κλεωνύμου een vogel drie maal zo groot als Cleonymus Aristoph. Ach. 88; τριπλάσιον κεκράξομαί σου ik zal driemaal zo luid schreeuwen als jij Aristoph. Eq. 285.

Russian (Dvoretsky)

τριπλάσιος: (ᾰ) утроенный, тройной: τ. τινος Arph., Plat. втрое больше кого(чего)-л.; τριπλασίαν δύναμιν ἔχειν Xen. иметь втрое больше войска.

Middle Liddell

τρῐπλᾰ́σιος, η, ον
I. thrice as many, thrice as much, thrice as great as, c. gen., Ar., Plat., etc.: —absol., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (sc. τῆς προτέρασ) Xen.
II. τριπλάσιον as adv., τριπλάσιον thrice as much, Ar.

English (Woodhouse)

three times as much, thrice as much

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)