τραγομάσχαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont les aisselles sentent le bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[μασχάλη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγομάσχᾰλος''': -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.
|lstext='''τρᾰγομάσχᾰλος''': -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont les aisselles sentent le bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[μασχάλη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:11, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγομάσχᾰλος Medium diacritics: τραγομάσχαλος Low diacritics: τραγομάσχαλος Capitals: ΤΡΑΓΟΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: tragomáschalos Transliteration B: tragomaschalos Transliteration C: tragomaschalos Beta Code: tragoma/sxalos

English (LSJ)

ον, with arm-pits smelling like a he-goat, Γοργόνες Ar.Pax811.

German (Pape)

[Seite 1133] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les aisselles sentent le bouc.
Étymologie: τράγος, μασχάλη.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγομάσχᾰλος: -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την ίδια δυσάρεστη οσμή που αναδίδει και ένας τράγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. πολυ-μάσχαλος].

Greek Monotonic

τρᾰγομάσχᾰλος: -ον (μασχάλη), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγομάσχᾰλος: с козлиным запахом под мышками (Γοργών Arph.).

Middle Liddell

τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, μασχάλη
with armpits smelling like a he-goat, Ar.