φιλόκαλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] das Schöne, Gute, Edle liebend, Freund des Schönen, sowohl vom äußerlich Schönen, Anständigen, als vom Sittlichschönen; Plat. Phaedr. 248 d Critia. 111 e; – prunkliebend, glanzliebend, Xen. Cyr. 8, 3,5; περὶ ὅπλα 2, 1,22, die schönen Waffen liebend; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Isocr. 1, 27, u. A.; auch im comp., φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. Conv. 4, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] das Schöne, Gute, Edle liebend, Freund des Schönen, sowohl vom äußerlich Schönen, Anständigen, als vom Sittlichschönen; Plat. Phaedr. 248 d Critia. 111 e; – prunkliebend, glanzliebend, Xen. Cyr. 8, 3,5; περὶ ὅπλα 2, 1,22, die schönen Waffen liebend; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Isocr. 1, 27, u. A.; auch im comp., φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. Conv. 4, 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime les belles choses, la parure, l'élégance ; τὸ φιλόκαλον l'amour des belles choses;<br /><b>2</b> qui aime la vertu, l'honnêteté, la noblesse des sentiments;<br /><i>Cp.</i> φιλοκαλώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[καλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόκαλος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸ καλόν, τὸ ὡραῖον (ἐπί τε σωματικῆς καὶ ἠθικῆς καλλονῆς), ὁ ἀγαπῶν τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, Πλατ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Κριτί. 111Ε, Ξεν., κλπ.· ― ὁ ἀγαπῶν τὸ ἐπιδεικτικὸν καὶ κομψόν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3· φ. περὶ τὰ ὅπλα [[αὐτόθι]] 2. 1, 22· φιλ. τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Ἰσοκρ. 7D, πρβλ. 217C ἐπὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33· ― τὸ φιλόκαλον Πλούτ. 2. 67D, 1026D, κλπ. ― Ἐπίρρ., φιλοκάλως ἔχειν [[πρός]] τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 1, Γαλην., κλπ. ΙΙ. ὁ ἐπιζητῶν τιμήν, φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Ξεν. Συμπ. 4. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4, 4., 10. 9, 3.
|lstext='''φῐλόκαλος''': -ον, ὁ φιλῶν τὸ καλόν, τὸ ὡραῖον (ἐπί τε σωματικῆς καὶ ἠθικῆς καλλονῆς), ὁ ἀγαπῶν τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, Πλατ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Κριτί. 111Ε, Ξεν., κλπ.· ― ὁ ἀγαπῶν τὸ ἐπιδεικτικὸν καὶ κομψόν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3· φ. περὶ τὰ ὅπλα [[αὐτόθι]] 2. 1, 22· φιλ. τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Ἰσοκρ. 7D, πρβλ. 217C ἐπὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33· ― τὸ φιλόκαλον Πλούτ. 2. 67D, 1026D, κλπ. ― Ἐπίρρ., φιλοκάλως ἔχειν [[πρός]] τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 1, Γαλην., κλπ. ΙΙ. ὁ ἐπιζητῶν τιμήν, φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Ξεν. Συμπ. 4. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4, 4., 10. 9, 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime les belles choses, la parure, l'élégance ; τὸ φιλόκαλον l'amour des belles choses;<br /><b>2</b> qui aime la vertu, l'honnêteté, la noblesse des sentiments;<br /><i>Cp.</i> φιλοκαλώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[καλός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόκᾰλος Medium diacritics: φιλόκαλος Low diacritics: φιλόκαλος Capitals: ΦΙΛΟΚΑΛΟΣ
Transliteration A: philókalos Transliteration B: philokalos Transliteration C: filokalos Beta Code: filo/kalos

English (LSJ)

ον,
A loving the beautiful (both of personal and moral beauty), loving beauty and goodness, Pl.Phdr.248d, Criti.111e, Com.Adesp. Oxy.1239.18, etc.; τὸ φιλόκαλον Plu.2.61d, 1026d.
2 fond of effect and elegance, X.Cyr.1.3.3; φιλόκαλον περὶ ὅπλα ib.2.1.22; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος = a man of taste Isoc.1.26, cf. 10.57; of the peacock, Arist.HA488b24. Adv., φιλοκάλως ἔχειν περί τι J.AJ12.2.1, cf. Gal.14.218, etc.: Comp. φιλοκαλώτερον κοπρίσαι more elaborately, Gp.5.26.10.
II fond of honour, seeking honour, φιλοκαλώτεροι ἐν τοῖς κινδύνοις X.Smp.4.15, cf. Arist.EN 1125b12, 1179b9.
III κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι = to see by working out the calculation, Iamb. in Nic.p.124 P.

German (Pape)

[Seite 1280] das Schöne, Gute, Edle liebend, Freund des Schönen, sowohl vom äußerlich Schönen, Anständigen, als vom Sittlichschönen; Plat. Phaedr. 248 d Critia. 111 e; – prunkliebend, glanzliebend, Xen. Cyr. 8, 3,5; περὶ ὅπλα 2, 1,22, die schönen Waffen liebend; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Isocr. 1, 27, u. A.; auch im comp., φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. Conv. 4, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime les belles choses, la parure, l'élégance ; τὸ φιλόκαλον l'amour des belles choses;
2 qui aime la vertu, l'honnêteté, la noblesse des sentiments;
Cp. φιλοκαλώτερος.
Étymologie: φίλος, καλός.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκαλος: -ον, ὁ φιλῶν τὸ καλόν, τὸ ὡραῖον (ἐπί τε σωματικῆς καὶ ἠθικῆς καλλονῆς), ὁ ἀγαπῶν τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, Πλατ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Κριτί. 111Ε, Ξεν., κλπ.· ― ὁ ἀγαπῶν τὸ ἐπιδεικτικὸν καὶ κομψόν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3· φ. περὶ τὰ ὅπλα αὐτόθι 2. 1, 22· φιλ. τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Ἰσοκρ. 7D, πρβλ. 217C ἐπὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33· ― τὸ φιλόκαλον Πλούτ. 2. 67D, 1026D, κλπ. ― Ἐπίρρ., φιλοκάλως ἔχειν πρός τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 1, Γαλην., κλπ. ΙΙ. ὁ ἐπιζητῶν τιμήν, φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Ξεν. Συμπ. 4. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4, 4., 10. 9, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόκαλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά το ωραίο, που έχει φιλοκαλία, καλαίσθητος
αρχ.
1. αυτός που του αρέσει ο στολισμός, ο καλλωπισμός («καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾱσι τοῖς τοιαύτοις», Ξεν.)
2. αυτός που επιζητεί διάκριση, τιμές
3. αυτός που εκτελεί αριθμητικές πράξεις, λογαριασμούς
4. ο φιλομαθής
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκαλον
η φιλοκαλία.
επίρρ...
φιλοκάλως ΝΜΑ, και φιλόκαλα Ν
με φιλοκαλία, καλαισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καλός.

Greek Monotonic

φῐλόκᾰλος: -ον, αυτός που αγαπά την ομορφιά, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
I. αυτός που αγαπά τη λεπτότητα και την κομψότητα, σε Ξεν.
II. αυτός που αγαπά τις τιμές, αναζητά τις τιμές, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόκᾰλος:
1) любящий красивое, поклоняющийся красоте Plat.: φ. περὶ τὰ ὅπλα Xen. любящий красивое оружие; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος Isocr. любящий красиво одеваться;
2) желающий быть красивым (ταώς Arst.): φ. ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. любящий блеснуть презрением к опасностям.

Middle Liddell

φῐλό-κᾰλος, ον,
I. loving the beautiful, Plat., Xen., etc.: — fond of effect and elegance, Xen.
II. fond of honour, seeking honour, Xen.

English (Woodhouse)

artistic, cultured, fond of beauty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)