τυρεύω: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] = Folgdm; Luc. asin. 31; in übertr. Bdtg, Dem. 19, 295. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] = Folgdm; Luc. asin. 31; in übertr. Bdtg, Dem. 19, 295. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=remuer, brouiller, agiter pêle-mêle comme du lait caillé ; <i>fig.</i> machiner, comploter : τινί [[τι]] qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῡρεύω''': μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ [[τυρόω]], πηγνύω τὸ [[γάλα]] καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. [[τυρέω]]. - Παθ., τυρεύεται τὸ [[γάλα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται [[αὐτόθι]] 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς μετὰ τυροῦ, [[κατασκευάζω]] μᾶζαν ἢ [[μῖγμα]] ἔκ τινος, [[συγχέω]], συνταράττω, ὡς τὸ [[τυρβάζω]], καὶ [[κυκάω]], Δημ. 436. 5· πρβλ. [[τυρόω]] Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω μετὰ δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66. | |lstext='''τῡρεύω''': μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ [[τυρόω]], πηγνύω τὸ [[γάλα]] καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. [[τυρέω]]. - Παθ., τυρεύεται τὸ [[γάλα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται [[αὐτόθι]] 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς μετὰ τυροῦ, [[κατασκευάζω]] μᾶζαν ἢ [[μῖγμα]] ἔκ τινος, [[συγχέω]], συνταράττω, ὡς τὸ [[τυρβάζω]], καὶ [[κυκάω]], Δημ. 436. 5· πρβλ. [[τυρόω]] Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω μετὰ δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 2 October 2022
English (LSJ)
(τυρός) A like τυρόω, make cheese, make into cheese, Com.Adesp.1173:—Pass., τυρεύεται τὸ γάλα Arist.HA522b2: impers., τυρεύεται cheese is made, ib.521b30. II metaph. (cf. τυρόω 1.2), mix up cunningly, contrive by trickery and intrigue, κακόν τινι τ. Luc.Asin.31, cf. Nic.Dam.136.6J., Adam.1.3,17: abs., concoct mischief, D.19.295:—Pass., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλή Ph. 2.66.
German (Pape)
[Seite 1164] = Folgdm; Luc. asin. 31; in übertr. Bdtg, Dem. 19, 295.
French (Bailly abrégé)
remuer, brouiller, agiter pêle-mêle comme du lait caillé ; fig. machiner, comploter : τινί τι qch contre qqn.
Étymologie: τυρός.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρεύω: μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ τυρόω, πηγνύω τὸ γάλα καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. τυρέω. - Παθ., τυρεύεται τὸ γάλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται αὐτόθι 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς μετὰ τυροῦ, κατασκευάζω μᾶζαν ἢ μῖγμα ἔκ τινος, συγχέω, συνταράττω, ὡς τὸ τυρβάζω, καὶ κυκάω, Δημ. 436. 5· πρβλ. τυρόω Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω μετὰ δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66.
Greek Monolingual
ΜΑ τυρός
μτφ. (με κακή σημ.) επινοώ τεχνάσματα, μηχανεύομαι (α. «φατριάζοντας ἢ κατασκευὰς τυρεύοντας ἐπισκόπους», Θεοδώρ.
β. «κακὸν ἐμοὶ μέγα τυρεύων», Λουκιαν.)
μσν.
(με απρμφ.) μτφ. ραδιουργώ αποσκοπώντας σε κάτι («εἰ ἄμυναν ἐκεῖνος μελετᾱ καὶ τίσασται τυρεύει καὶ κακὸν ἀνταποδοῦν
αι κακοῦ», Ευστ.)
αρχ.
1. παρασκευάζω, πήζω τυρί («τυρεύεται τὸ γάλα», Αριστοτ.)
2. (κυριολ. και μτφ.) αναμιγνύω, ανακατεύω («τυρεύειν
κυκᾱν, και ταράττειν», Ησύχ.).
Greek Monotonic
τῡρεύω: μέλ. τυρεύσω (τυρός), · πήζω το γάλα και φτιάχνω τυρί· μεταφ., συγχέω τα πάντα, «τα κάνω θάλασσα», σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τῡρεύω:
1) приготовлять сыр или творог: τὸ γάλα τυρεύεται Arst. молоко створаживается;
2) мутить, скандалить, вызывать беспорядки Dem.;
3) придумывать, подстраивать (κακὸν μέγα τινί Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυρεύω [τυρός] kaas maken; overdr. intrigeren, bekokstoven; met acc.: κακόν τινι τυρεύειν iets slechts bekokstoven Luc. 39.31.
Middle Liddell
τῡρεύω, fut. -εύσω τυρός
to make cheese:—metaph. to make a mess of anything, Dem.