φόριμος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] 1) tragbar, fruchtbar, [[δένδρον]] Gemin. 8 (IX, 414), übh. zuträglich, nützlich. – 2) ἡ φορίμη, eine Art [[στυπτηρία]], Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] 1) tragbar, fruchtbar, [[δένδρον]] Gemin. 8 (IX, 414), übh. zuträglich, nützlich. – 2) ἡ φορίμη, eine Art [[στυπτηρία]], Diosc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> fertile, fécond;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ φορίμη sorte de [[στυπτηρία]], <i>ou</i> alun commun.<br />'''Étymologie:''' [[φορά]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φόρῐμος''': -ον, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[δένδρον]] Ἀνθ. Π. 9. 414· «λυσιτελὴς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ φορίμη, [[εἶδος]] στυπτηρίας, Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 52. | |lstext='''φόρῐμος''': -ον, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[δένδρον]] Ἀνθ. Π. 9. 414· «λυσιτελὴς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ φορίμη, [[εἶδος]] στυπτηρίας, Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 52. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A fruitful, of trees, AP9.414 (Gem.); of land, PTeb.5.97 (ii B. C., prob.), Cat.Cod.Astr.5(1).174; opp. ἄφορος, Sammelb. 4416.16 (ii A. D.): c. gen., ἀμπέλων φ. CPHerm.120riii 19; profitable, Hsch. II ἡ φορίμη, a kind of στυπτηρία, Dsc.Eup.1.49, Orib.Fr.99.
German (Pape)
[Seite 1300] 1) tragbar, fruchtbar, δένδρον Gemin. 8 (IX, 414), übh. zuträglich, nützlich. – 2) ἡ φορίμη, eine Art στυπτηρία, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 fertile, fécond;
2 subst. ἡ φορίμη sorte de στυπτηρία, ou alun commun.
Étymologie: φορά.
Greek (Liddell-Scott)
φόρῐμος: -ον, καρποφόρος, γόνιμος, δένδρον Ἀνθ. Π. 9. 414· «λυσιτελὴς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ φορίμη, εἶδος στυπτηρίας, Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 52.
Greek Monolingual
-ίμη, -ον, θηλ. και -ος, ΜΑ
το θηλ. ως ουσ. ἡ φορίμη
είδος στυπτηρίας
αρχ.
1. (για δέντρα και για τη γη) καρποφόρος, παραγωγικός
2. (κατά τον Ησύχ.) χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + κατάλ. -ιμος (πρβλ. γόν-ιμος)].
Greek Monotonic
φόρῐμος: -ον (φέρω), γόνιμος, καρποφόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φόρῐμος: плодовитый, плодоносный (δένδρον Anth.).