χρωματίζω: Difference between revisions
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] färben; ἐχρωματίσθη Soph. frg. 9, von Hesych. συνεχρώσθη erklärt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] färben; ἐχρωματίσθη Soph. frg. 9, von Hesych. συνεχρώσθη erklärt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[χρῶμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρωμᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, «βάφω», [[χρωματίζω]], Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3. 3, 9, περὶ Ζῴων Γενέσ. 2. 7, 18, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 31· σιραίῳ χρωματίσας Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2. - Παθ., ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] χρῶμά τι, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 178· χρ. παντοδαπὰς χρόας Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2, κλπ. | |lstext='''χρωμᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, «βάφω», [[χρωματίζω]], Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3. 3, 9, περὶ Ζῴων Γενέσ. 2. 7, 18, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 31· σιραίῳ χρωματίσας Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2. - Παθ., ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] χρῶμά τι, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 178· χρ. παντοδαπὰς χρόας Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:27, 2 October 2022
English (LSJ)
A colour, tinge, Arist.PA664b16, GA747a10, Thphr. Od.31; τί τινι Alex.188.4:—Pass., to be of such and such a colour, Hp.Coac.380; χ. παντοδαπὰς χρόας Arist.Mete.342b4. 2 metaph. in literary criticism, χ. τῇ πρεπούσῃ ὑποκρίσει (of Demosthenes) D.H.Dem.22, cf. Phld.Po.2.43.
German (Pape)
[Seite 1383] färben; ἐχρωματίσθη Soph. frg. 9, von Hesych. συνεχρώσθη erklärt.
French (Bailly abrégé)
colorer, teindre.
Étymologie: χρῶμα.
Greek (Liddell-Scott)
χρωμᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, «βάφω», χρωματίζω, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3. 3, 9, περὶ Ζῴων Γενέσ. 2. 7, 18, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 31· σιραίῳ χρωματίσας Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2. - Παθ., ἔχω ἢ λαμβάνω χρῶμά τι, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 178· χρ. παντοδαπὰς χρόας Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2, κλπ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ χρῶμα, -ατος]
προσδίδω χρώμα σε κάτι, βάφω (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «ὁπηνίκα τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω.
γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (για λόγο ή μελωδία) i) προσδίδω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερη έκφραση- ii) διανθίζω
2. αποδίδω τα χαρακτηριστικά προσώπου, ενέργειας ή κατάστασης με ζωηρότητα («χρωμάτισε την οικονομική ύφεση με τα μελανότερα χρώματα»)
3. αποδίδω σε κάποιον ορισμένη πολιτική ή κοινωνική ιδεολογία («είχε χρωματιστεί ως αντιδραστικός»).
Russian (Dvoretsky)
χρωμᾰτίζω: окрашивать (τι Arst.): χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χρόας Arst. принимать всевозможные цвета.