ἀγλαώψ: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῶπος [[de espléndido aspecto]] πεύκη S.<i>OT</i> 214. | |dgtxt=-ῶπος [[de espléndido aspecto]] πεύκη S.<i>OT</i> 214. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶπος (ὁ, ἡ)<br />à la flamme brillante (torche).<br />'''Étymologie:''' [[ἀγλαός]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγλαώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπροὺς ὀφθαλμούς, λάμπων· ἀγλαῶπι πεύκᾳ, μὲ λάμπουσαν δᾷδα, Σοφ. Ο. Τ. 214 (λυρ.). | |lstext='''ἀγλαώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπροὺς ὀφθαλμούς, λάμπων· ἀγλαῶπι πεύκᾳ, μὲ λάμπουσαν δᾷδα, Σοφ. Ο. Τ. 214 (λυρ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:36, 2 October 2022
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, bright-eyed, beaming, πεύκη S.OT214 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ῶπος de espléndido aspecto πεύκη S.OT 214.
French (Bailly abrégé)
ῶπος (ὁ, ἡ)
à la flamme brillante (torche).
Étymologie: ἀγλαός, ὤψ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπροὺς ὀφθαλμούς, λάμπων· ἀγλαῶπι πεύκᾳ, μὲ λάμπουσαν δᾷδα, Σοφ. Ο. Τ. 214 (λυρ.).
Greek Monotonic
ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, ακτινοβόλος, αστραφτερός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαώψ: ῶπος adj. со сверкающим взором, т. е. сверкающий, яркий (πεύκη Soph.).