ἀνασειράζω: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] mit dem Seil zurückziehen, Ep. ad. 362 (IX, 687); ἰωήν Paul. Sil. 39 (V, 241); vom rechten Wege abbringen, Eur. Hipp. 238; φλόγα ἀνασ. Ar. bei Poll. 10, 119, von B. A. 392 ἀνατρέπειν, ἀνθέλκειν erkl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] mit dem Seil zurückziehen, Ep. ad. 362 (IX, 687); ἰωήν Paul. Sil. 39 (V, 241); vom rechten Wege abbringen, Eur. Hipp. 238; φλόγα ἀνασ. Ar. bei Poll. 10, 119, von B. A. 392 ἀνατρέπειν, ἀνθέλκειν erkl. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=secouer la bride (pour dompter le cheval).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], σειράζω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνασειράζω''': [[ἕλκω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] διὰ τῆς σειρᾶς, [[ἤτοι]] τῆς ἁλύσεως, ἂψ ἀνασειράζοντες ἔχον [[προτέρωσε]] κιοῦσαν Ἀπολ. Ρόδ. Α. 391: μεταφ., [[περιορίζω]], φλόγα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 470· τὴν ὄρεξιν Ἀνθ. Π. 9. 687: - ῥημ. ἐπίθ. ἀνασειραστέον, Βυζ. 2) [[ἀπάγω]] ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, [[ὅστις]] σε θεῶν ἀνασειράζει καὶ παρακόπτει φρένας Εὐρ. Ἱππ. 237, [[ἔνθα]] ἴδε Βαλκ. | |lstext='''ἀνασειράζω''': [[ἕλκω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] διὰ τῆς σειρᾶς, [[ἤτοι]] τῆς ἁλύσεως, ἂψ ἀνασειράζοντες ἔχον [[προτέρωσε]] κιοῦσαν Ἀπολ. Ρόδ. Α. 391: μεταφ., [[περιορίζω]], φλόγα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 470· τὴν ὄρεξιν Ἀνθ. Π. 9. 687: - ῥημ. ἐπίθ. ἀνασειραστέον, Βυζ. 2) [[ἀπάγω]] ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, [[ὅστις]] σε θεῶν ἀνασειράζει καὶ παρακόπτει φρένας Εὐρ. Ἱππ. 237, [[ἔνθα]] ἴδε Βαλκ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:11, 2 October 2022
English (LSJ)
A draw back with a hawser, A.R.1.391: metaph., hold in check, φλόγα v.l. in Ar.Fr.561; τὴν ὄρεξιν AP9.687. 2 draw off the right road, E.Hipp.237; draw away, c. gen., τινὰ χάρμης Nonn. D.39.355.
Spanish (DGE)
I 1tirar hacia atrás con maromas ἀνασεφάζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν en la botadura de una nave, A.R.1.391.
2 fig. frenar, dominar φλόγα Ar.Fr.561, ὄρεξιν AP 9.687, οὐ ... πυλαωρὸς ἰδὼν ἀνεσείρασε Βάκχην Nonn.D.44.24, μετήλυδα λαόν Nonn.Par.Eu.Io.6.67.
II fig. descarriar, sacar del buen camino ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει E.Hipp.237
•c. ac. y gen. ἀλλά ἑ ... οὐτήσας ... ἀνεσείρασε χάρμης Nonn.D.39.355.
German (Pape)
[Seite 207] mit dem Seil zurückziehen, Ep. ad. 362 (IX, 687); ἰωήν Paul. Sil. 39 (V, 241); vom rechten Wege abbringen, Eur. Hipp. 238; φλόγα ἀνασ. Ar. bei Poll. 10, 119, von B. A. 392 ἀνατρέπειν, ἀνθέλκειν erkl.
French (Bailly abrégé)
secouer la bride (pour dompter le cheval).
Étymologie: ἀνά, σειράζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασειράζω: ἕλκω πρὸς τὰ ὀπίσω διὰ τῆς σειρᾶς, ἤτοι τῆς ἁλύσεως, ἂψ ἀνασειράζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν Ἀπολ. Ρόδ. Α. 391: μεταφ., περιορίζω, φλόγα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 470· τὴν ὄρεξιν Ἀνθ. Π. 9. 687: - ῥημ. ἐπίθ. ἀνασειραστέον, Βυζ. 2) ἀπάγω ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει καὶ παρακόπτει φρένας Εὐρ. Ἱππ. 237, ἔνθα ἴδε Βαλκ.
Greek Monolingual
ἀνασειράζω (AM)
συγκρατώ, θέτω υπό έλεγχο, περιορίζω
αρχ.
1. απομακρύνω, απομακρύνω από το ορθό
2. τραβώ προς τα πίσω με τη σειράδα (μικρό σχοινί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + αρχ. σειρά «σχοινί»].
Greek Monotonic
ἀνασειράζω: μέλ. -σω (σειρά),
I. τραβώ προς τα πίσω με την αλυσίδα, περιορίζω, σε Ανθ.
II. απομακρύνω από το δρόμο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασειράζω: досл. оттягивать поводом, перен.:
1) сбивать с пути (ἀ. τινὰ καὶ παρακόπτειν φρένας Eur.);
2) сдерживать, подавлять (ὄρεξιν, ἰωήν Anth.).
Middle Liddell
σειρά
I. to draw back with a rein, to hold in check, Anth.
II. to draw aside from the road, Eur.