ἀνθρωποδαίμων: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] ονος, ὁ, ein Mensch gewesener Gott, Eur. Rhes. 971. Bei Sp. böse Geister in Menschengestalt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] ονος, ὁ, ein Mensch gewesener Gott, Eur. Rhes. 971. Bei Sp. böse Geister in Menschengestalt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ονος (ὁ) :<br />homme devenu dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[δαίμων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρωποδαίμων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ [[ἥρως]], [[ἄνθρωπος]] καὶ [[θεός]], ὅ ἐ. ἀποθεωθεὶς [[ἄνθρωπος]], Εὐρ. Ρῆσ. 971. ― παρὰ μεταγ. [[δαίμων]] ἀνθρώπου μορφὴν λαβών, ἀνθρωπόμορφον πονηρὸν [[πνεῦμα]], Προκόπ. | |lstext='''ἀνθρωποδαίμων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ [[ἥρως]], [[ἄνθρωπος]] καὶ [[θεός]], ὅ ἐ. ἀποθεωθεὶς [[ἄνθρωπος]], Εὐρ. Ρῆσ. 971. ― παρὰ μεταγ. [[δαίμων]] ἀνθρώπου μορφὴν λαβών, ἀνθρωπόμορφον πονηρὸν [[πνεῦμα]], Προκόπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, man-god, i.e. deified man, E.Rh.971; semi-devil, Procop. Arc.12.
Spanish (DGE)
-ονος, ὁ, ἡ
hombre-dios e.d. venerado como dios, de Reso, E.Rh.971
•ser humano diabólico Procop.Arc.12.14.
German (Pape)
[Seite 234] ονος, ὁ, ein Mensch gewesener Gott, Eur. Rhes. 971. Bei Sp. böse Geister in Menschengestalt.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
homme devenu dieu.
Étymologie: ἄνθρωπος, δαίμων.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποδαίμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ ἥρως, ἄνθρωπος καὶ θεός, ὅ ἐ. ἀποθεωθεὶς ἄνθρωπος, Εὐρ. Ρῆσ. 971. ― παρὰ μεταγ. δαίμων ἀνθρώπου μορφὴν λαβών, ἀνθρωπόμορφον πονηρὸν πνεῦμα, Προκόπ.
Greek Monolingual
ο, η (AM ἀνθρωποδαίμων)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που είναι κατά το μισό δαίμονας, διάβολος
αρχ.
άνθρωπος και θεός, ήρωας, άνθρωπος που έχει αποθεωθεί.
Greek Monotonic
ἀνθρωποδαίμων: -ονος, ὁ, ἡ, άνθρωπος και θεός, δηλ. θεοποιημένος άνθρωπος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωποδαίμων: ονος ὁ человекобог, человек, ставший божеством Eur.
Middle Liddell
a man-god, i. e. a deified man, Eur.