ἀνυπότακτος: Difference between revisions
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) nicht unterworfen, ungehorsam, N. T., Philo u. Sp. – 2) nicht geordnet, verworren, [[διήγησις]] Pol. 3, 36. 5, 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) nicht unterworfen, ungehorsam, N. T., Philo u. Sp. – 2) nicht geordnet, verworren, [[διήγησις]] Pol. 3, 36. 5, 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non soumis, insubordonné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑποτάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνυπότακτος''': -ον, ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, μ. δοτ., οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 8: - [[ἀπεριόριστος]], [[ἐλεύθερος]], Φίλων 1. 473. 2) ἄτακτος, συγκεχυμένος, [[δυσκατάληπτος]], [[ἀνυπότακτος]] καὶ κωφὴ γίνεται ἡ [[διήγησις]] Πολύβ. 3. 36, 4. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποτασσόμενος, [[ἀπειθής]], ταραχώδης, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, α΄, 9, πρὸς Τίτ. α΄, 6 καὶ 10, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 1. | |lstext='''ἀνυπότακτος''': -ον, ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, μ. δοτ., οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 8: - [[ἀπεριόριστος]], [[ἐλεύθερος]], Φίλων 1. 473. 2) ἄτακτος, συγκεχυμένος, [[δυσκατάληπτος]], [[ἀνυπότακτος]] καὶ κωφὴ γίνεται ἡ [[διήγησις]] Πολύβ. 3. 36, 4. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποτασσόμενος, [[ἀπειθής]], ταραχώδης, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, α΄, 9, πρὸς Τίτ. α΄, 6 καὶ 10, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 1. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 13:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, of persons or things,
A not made subject, τινί Ep.Hebr.2.8, cf. J.AJ11.6.6, Arr.Epict.4.1.161; ἀ. ὁ βασιλεύς Artem.2.30; unrestrained, free, Ph.1.473, cf. Arr.Epict.2.10.1.
2 not to be classified under heads, confused, Plb.3.36.4; irregular, ποιήματα, of dithyrambs, Demetr.Lac.Herc.1014.12, Zen.2.15.
II of persons, independent, Ptol.Tetr.61; in bad sense, unruly, 1 Ep.Ti.1.9, Ep.Tit.1.6 and 10, PMag.Par.1.1367. Adv. ἀνυποτάκτως = impatiently, Hsch. s.v. ἀστέκτως.
III of Verbs, having no first aorist, AB1087.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de abstr. no sometido a un dominio o poder οὐδὲν ... αὐτῷ ἀνυπότακτον Ep.Hebr.2.8, del libre albedrío, Arr.Epict.2.10.1
•fluido ἀνυποτάκτῳ φορᾷ χρῆσθαι del pensamiento, Ph.1.473.
2 de pers. independiente, insobornable del comportamiento de Sócrates, Arr.Epict.4.1.161, βασιλεύς Artem.2.30, ἔθνος ... τοῖς βασιλεῦσιν ἀ. I.AI 11.217, Ptol.Tetr.2.3.13
•rebelde, desobediente, 1Ep.Ti.1.9, τέκνα Ep.Tit.1.6, 10, θυγάτηρ PMasp.97.ue.D.49 (VI d.C.) cf. PMag.4.1367.
II de escritos o relatos confuso, desordenado διήγησις Plb.3.36.4, τὰ λεγόμενα Plb.5.21.4, λέξις Demetr.Lac.86
•irregular ποήματα Demetr.Lac.88, μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής Zen.2.15
•de formas gramaticales AB 1087.
III adv. -ως con impaciencia Hsch.s.u. ἀστέκτως.
German (Pape)
[Seite 266] 1) nicht unterworfen, ungehorsam, N. T., Philo u. Sp. – 2) nicht geordnet, verworren, διήγησις Pol. 3, 36. 5, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non soumis, insubordonné.
Étymologie: ἀ, ὑποτάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπότακτος: -ον, ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, μ. δοτ., οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 8: - ἀπεριόριστος, ἐλεύθερος, Φίλων 1. 473. 2) ἄτακτος, συγκεχυμένος, δυσκατάληπτος, ἀνυπότακτος καὶ κωφὴ γίνεται ἡ διήγησις Πολύβ. 3. 36, 4. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποτασσόμενος, ἀπειθής, ταραχώδης, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, α΄, 9, πρὸς Τίτ. α΄, 6 καὶ 10, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 1.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ὑποτάσσω; unsubdued, i.e. insubordinate (in fact or temper): disobedient, that is not put under, unruly.
English (Thayer)
ἀνυπότακτον (alpha privative and ὑποτάσσω);
1. (passively) not made subject, unsubjected: Artemidorus Daldianus, oneir. 2,30).
2. (actively) that cannot be subjected to control, disobedient, unruly, refractory: Epictetus 2,10, 1; 4,1, 161; Philo, quis rer. div. her. § 1); διήγησις ἀνυπότακτος, a narrative which the reader cannot classify, i. e. confused, Polybius 3,36, 4; 3,38, 4; 5,21, 4).
Greek Monolingual
κ. -χτος, -η, -ο (Α ἀνυπότακτος, -ον)
1. (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον
2. απείθαρχος, ατίθασος, ανυπάκουος
3. ελεύθερος, απεριόριστος
νεοελλ.
Στρ. στρατεύσιμος που κλήθηκε και δεν προσήλθε
(βλ. ανυποταξία)
αρχ.
άτακτος, συγκεχυμένος.
Greek Monotonic
ἀνυπότακτος: -ον (ὑποτάσσω),
I. μη υποταγμένος, τινι, σε Καινή Διαθήκη
II. άναρχος, απειθής, ταραχώδης, λέγεται για πρόσωπα, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπότακτος:
1) не упорядоченный, беспорядочный (τὰ λεγόμενα Polyb.);
2) непокоренный, неподвластный (τινι NT);
3) непокорный, строптивый NT;
4) грам. (о глаголах, не имеющих aor. 1) неправильный.
Middle Liddell
ὑποτάσσω
I. not made subject, τινι NTest.
II. unruly, refractory, of persons, NTest.
Chinese
原文音譯:¢nupÒtaktoj 安-語坡-他克拖士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:不-在下-規定 相當於: (בְּלִיַּעַל)
字義溯源:不服的,不依賴他人的,反叛的,不服約束的,不受控制的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ὑποτάσσω)=服從)組成;而 (ὑποτάσσω)又由(ὑπό)*=被,在⋯下,低於)與(τάσσω)*=處理,安排)組成
出現次數:總共(4);提前(1);多(2);來(1)
譯字彙編:
1) 不服(1) 來2:8;
2) 不服約束(1) 多1:10;
3) 不服約束的(1) 多1:6;
4) 不服的(1) 提前1:9