ἀπολισθάνω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[resbalar]] por una superficie engrasada ἡ χείρ Th.7.65, desde un caballo al galope, Ar.<i>Lys</i>.678, lo que la materia toma del ser, Plot.3.6.14<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. ἀ. πέσημα caer</i>, <i>AP</i> 9.158<br /><b class="num">•</b>[[apartarse]] Σωκράτους Plu.<i>Alc</i>.6, tb. en v. med.-pas. τῶν ἀρχαίων φρυαγμάτων Cyr.Al.M.71.140C.<br /><b class="num">2</b> fig. ἀ. μνήμης irse de la memoria</i> Alciphr.2.8.2, ἀ. βίοιο morir</i>, <i>AP</i> 7.273 (Leon.), ἀ. τοῦ ρ pronunciar mal la ρ</i> Plu.2.277d. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[resbalar]] por una superficie engrasada ἡ χείρ Th.7.65, desde un caballo al galope, Ar.<i>Lys</i>.678, lo que la materia toma del ser, Plot.3.6.14<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. ἀ. πέσημα caer</i>, <i>AP</i> 9.158<br /><b class="num">•</b>[[apartarse]] Σωκράτους Plu.<i>Alc</i>.6, tb. en v. med.-pas. τῶν ἀρχαίων φρυαγμάτων Cyr.Al.M.71.140C.<br /><b class="num">2</b> fig. ἀ. μνήμης irse de la memoria</i> Alciphr.2.8.2, ἀ. βίοιο morir</i>, <i>AP</i> 7.273 (Leon.), ἀ. τοῦ ρ pronunciar mal la ρ</i> Plu.2.277d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[ἀπολισθαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολισθάνω''': (-αίνω, εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Πλουτ. καὶ ἄλλων): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. ἀπώλισθον Ἁριστ. Λυσ. 678, κτλ.· μεταγ. ἀπωλίσθησα Ἀνθ. Π. 9. 158. Ὀλισθαίνω ἔκ τινος μέρους, «ξεγλιστρῶ», Θουκ. 7. 65, Ἀριστ. Πρβλ. 32. 11. 2) μετὰ γεν., ὀλισθαίνω ἀπό τινος, [[διαφεύγω]], τινὸς Ἀρσιτοφ. Λυσ. 678· τῆς μνήμης Ἀλκίφρ. 3. 11· ἀπ. τινός, [[ὡσαύτως]], παύομαι τοῦ νὰ εἶμαι στενὸς φίλος τινός, Πλουτ. Ἀλκ. 6· ἀπ. εἴς τι Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 12. | |lstext='''ἀπολισθάνω''': (-αίνω, εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Πλουτ. καὶ ἄλλων): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. ἀπώλισθον Ἁριστ. Λυσ. 678, κτλ.· μεταγ. ἀπωλίσθησα Ἀνθ. Π. 9. 158. Ὀλισθαίνω ἔκ τινος μέρους, «ξεγλιστρῶ», Θουκ. 7. 65, Ἀριστ. Πρβλ. 32. 11. 2) μετὰ γεν., ὀλισθαίνω ἀπό τινος, [[διαφεύγω]], τινὸς Ἀρσιτοφ. Λυσ. 678· τῆς μνήμης Ἀλκίφρ. 3. 11· ἀπ. τινός, [[ὡσαύτως]], παύομαι τοῦ νὰ εἶμαι στενὸς φίλος τινός, Πλουτ. Ἀλκ. 6· ἀπ. εἴς τι Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:35, 2 October 2022
English (LSJ)
later ἀπολισθ-αίνω Poll.1.116, v.l. in Hp.Acut.17, Plu.Alc. 6, etc.: aor. A ἀπώλισθον Ar.Lys.678, etc.; later ἀπωλίσθησα AP9.158:—slip off or away, Th.7.65, Arist.Pr.961a27, Plot.3.6.14: c. acc. cogn., ἐκ τέγεος πέσημα APl.c. 2 c. gen., slip away from, τινός Ar.Lys.678; τῆς μνήμης prob. in Alciphr.3.11; ἀ. τινός, also, cease to be intimate with one, τοῦ Σωκράτους Plu.l.c.; ἀ. ἔς τι Luc.Dem. Enc. 12; ἐπὶ τὴν δόξαν Iamb.Myst.9.8. b ἀ. τοῦ ρ make a slip in pronouncing ρ, Plu.2.277d.
Spanish (DGE)
1 resbalar por una superficie engrasada ἡ χείρ Th.7.65, desde un caballo al galope, Ar.Lys.678, lo que la materia toma del ser, Plot.3.6.14
•c. ac. int. ἀ. πέσημα caer, AP 9.158
•apartarse Σωκράτους Plu.Alc.6, tb. en v. med.-pas. τῶν ἀρχαίων φρυαγμάτων Cyr.Al.M.71.140C.
2 fig. ἀ. μνήμης irse de la memoria Alciphr.2.8.2, ἀ. βίοιο morir, AP 7.273 (Leon.), ἀ. τοῦ ρ pronunciar mal la ρ Plu.2.277d.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἀπολισθαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολισθάνω: (-αίνω, εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Πλουτ. καὶ ἄλλων): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. ἀπώλισθον Ἁριστ. Λυσ. 678, κτλ.· μεταγ. ἀπωλίσθησα Ἀνθ. Π. 9. 158. Ὀλισθαίνω ἔκ τινος μέρους, «ξεγλιστρῶ», Θουκ. 7. 65, Ἀριστ. Πρβλ. 32. 11. 2) μετὰ γεν., ὀλισθαίνω ἀπό τινος, διαφεύγω, τινὸς Ἀρσιτοφ. Λυσ. 678· τῆς μνήμης Ἀλκίφρ. 3. 11· ἀπ. τινός, ὡσαύτως, παύομαι τοῦ νὰ εἶμαι στενὸς φίλος τινός, Πλουτ. Ἀλκ. 6· ἀπ. εἴς τι Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 12.
Greek Monolingual
ἀπολισθάνω κ. -λισθαίνω (Α) ολισθάνω / ολισθαίνω
1. γλιστρώ μακριά
2. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω
3. απομακρύνομαι
4. χαλαρώνω τους δεσμούς φιλίας με κάποιον
5. φρ. «ἀπολισθάνω τοῦ ῥ» — δεν προφέρω καθαρά τον φθόγγο ρ.
Greek Monotonic
ἀπολισθάνω: μεταγεν. —αίνω, μέλ. -ολισθήσω, αόρ. βʹ -ώλισθον·
1. γλιστρώ από κάπου, ξεγλιστρώ, σε Θουκ.
2. με γεν., ξεγλιστρώ μακριά από, διαφεύγω από, τινός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
1. to slip off or away, Thuc.
2. c. gen. to slip away from, τινός Ar.