ἀστεργής: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] ές, lieblos, feindselig, ὀργὴ θεᾶς Soph. Ai. 764; οὐδὲν ἀστεργὲς πείσεται O. R. 229.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0375.png Seite 375]] ές, lieblos, feindselig, ὀργὴ θεᾶς Soph. Ai. 764; οὐδὲν ἀστεργὲς πείσεται O. R. 229.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> haineux, implacable;<br /><b>2</b> non aimable, pénible, intolérable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στέργω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστεργής''': -ές, μὴ ἐπιθυμητός, [[φοβερός]], ἀστεργῆ θεᾶς ἐκτήσατ’ ὀργὴν Σοφ. Αἴ. 776· πείσεται γὰρ [[ἄλλο]] μὲν ἀστεργὲς οὐδὲν, [[ἄλλο]] μὲν οὐδὲν δυσάρεστον, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 229.
|lstext='''ἀστεργής''': -ές, μὴ ἐπιθυμητός, [[φοβερός]], ἀστεργῆ θεᾶς ἐκτήσατ’ ὀργὴν Σοφ. Αἴ. 776· πείσεται γὰρ [[ἄλλο]] μὲν ἀστεργὲς οὐδὲν, [[ἄλλο]] μὲν οὐδὲν δυσάρεστον, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 229.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> haineux, implacable;<br /><b>2</b> non aimable, pénible, intolérable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στέργω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:03, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεργής Medium diacritics: ἀστεργής Low diacritics: αστεργής Capitals: ΑΣΤΕΡΓΗΣ
Transliteration A: astergḗs Transliteration B: astergēs Transliteration C: astergis Beta Code: a)stergh/s

English (LSJ)

ές, A without love, implacable, ὀργή S.Aj.776; ἀ. τι παθεῖν something intolerable, Id.OT229. II repellent, Hp.Gland.16; unyielding, -έστερον ξύλον Id.Fract.16 (s.v.l.), cf. Ruf. ap. Orib.49.28.3.

Spanish (DGE)

-ές
I poco acogedor, rígido τὸ ἄρσεν (σῶμα) Hp.Gland.16
que es desagradable por su rigidez ξύλον Hp.Fract.16, Ruf. en Orib.49.29.3, ἀ. γὰρ τοῖσι νεύροισι ἡ σκληρὴ κοίτη Aret.CA 1.1.2.
II fig.
1 implacable ὀργή S.Ai.776, χρόνος Lyc.311, χόλος Lyc.1166, τὰς ... δίκας ... ῥητρεύοντος ἀστεργεῖ τρόπῳ Lyc.1400.
2 insoportable, ingrato πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδέν S.OT 229.

German (Pape)

[Seite 375] ές, lieblos, feindselig, ὀργὴ θεᾶς Soph. Ai. 764; οὐδὲν ἀστεργὲς πείσεται O. R. 229.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 haineux, implacable;
2 non aimable, pénible, intolérable.
Étymologie: , στέργω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεργής: -ές, μὴ ἐπιθυμητός, φοβερός, ἀστεργῆ θεᾶς ἐκτήσατ’ ὀργὴν Σοφ. Αἴ. 776· πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδὲν, ἄλλο μὲν οὐδὲν δυσάρεστον, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 229.

Greek Monolingual

ἀστεργής, -ές (Α) στέργω
1. ο χωρίς στοργή, ο άκαμπτος
2. ο φοβερός ο ανυπόφορος
3. ο αποκρουστικός.

Greek Monotonic

ἀστεργής: -ές (στέργω), ανεπιθύμητος, αδυσώπητος, μισητός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστεργής:
1) неприязненный, враждебный (ὀργὴ θεᾶς Soph.);
2) неприятный, мучительный (ἀστεργὲς οὐδὲν παθεῖν Soph.).

Middle Liddell

στέργω
without love, implacable, hateful, Soph.