ἔχις: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
m (Text replacement - "d’o" to "d'o") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1126.png Seite 1126]] ιος u. εως, ὁ, fem. nur Opp. Cyn. 3, 439, sonst ist [[ἔχιδνα]] das fem., obgleich Einige dies für eine andere Schlangengattung halten, vgl. Ael. h. A. 10, 9; die [[Natter]], Viper, Plat. Conv. 217 e u. Folgde. Übertr. sagt Dem. 25, 96 [[ὅταν]] συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε, einen Menschen von Natternatur. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1126.png Seite 1126]] ιος u. εως, ὁ, fem. nur Opp. Cyn. 3, 439, sonst ist [[ἔχιδνα]] das fem., obgleich Einige dies für eine andere Schlangengattung halten, vgl. Ael. h. A. 10, 9; die [[Natter]], Viper, Plat. Conv. 217 e u. Folgde. Übertr. sagt Dem. 25, 96 [[ὅταν]] συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε, einen Menschen von Natternatur. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ, <i>rar.</i> ἡ)<br />vipère, <i>d'ord.</i> mâle de la vipère.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> anguis. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔχῐς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἔχεων, Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· παρὰ τῷ Νικάνδρῳ γεν. ἔχιος, πληθ. ἐχίσεσσι, ἔχιας. Ἔχιδνα, «ὀχιά», «ὄχεντρα», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 28 ([[ἔνθα]] διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὠοτόκου ὄφεως), κτλ.· [[συκοφάντης]] καὶ [[ἔχις]] τὴν φύσιν Δημ. 799. 4· πορεύεσθαι διὰ τῆς ἀγορᾶς [[ὥσπερ]] [[ἔχις]] ὁ αὐτ. 786, ἐν ἀρχῇ. - Ἡ [[ἔχιδνα]] κατὰ τὸν Νίκανδρον ἐν Θηρ. 129, [[εἶναι]] τὸ θῆλυ τοῦ ἔχεως· ἄλλοι νομίζουσιν ὅτι [[ἔχις]] καὶ [[ἔχιδνα]] [[εἶναι]] δύο διάφορα εἴδη: ὁ Ὀππ. ἔχει τὸ [[ἔχις]] ὡς θηλυκ., Κυν. 3. 439. (Ἐκ τῆς √ΕΧ, ΕΓΧ, παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις, ἔχιδνα, ἔγχελυς, Ἐχίων πρβλ. Σανσκρ. ah-is Λατ. ang-uis, ang-uilla· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. unc· Λιθ. ang-uis (anguis)· ung-urys (anguilla): - ἂν οἱ Τευτονικοὶ τύποι, [[οἷον]] Ἀγγλο-Σαξον. oel, Γερμ. aal, κτλ., ἔχωσι σχέσιν τινά, πρέπει νὰ ἐσχηματίσθησαν ἀνεξαρτήτως). | |lstext='''ἔχῐς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἔχεων, Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· παρὰ τῷ Νικάνδρῳ γεν. ἔχιος, πληθ. ἐχίσεσσι, ἔχιας. Ἔχιδνα, «ὀχιά», «ὄχεντρα», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 28 ([[ἔνθα]] διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὠοτόκου ὄφεως), κτλ.· [[συκοφάντης]] καὶ [[ἔχις]] τὴν φύσιν Δημ. 799. 4· πορεύεσθαι διὰ τῆς ἀγορᾶς [[ὥσπερ]] [[ἔχις]] ὁ αὐτ. 786, ἐν ἀρχῇ. - Ἡ [[ἔχιδνα]] κατὰ τὸν Νίκανδρον ἐν Θηρ. 129, [[εἶναι]] τὸ θῆλυ τοῦ ἔχεως· ἄλλοι νομίζουσιν ὅτι [[ἔχις]] καὶ [[ἔχιδνα]] [[εἶναι]] δύο διάφορα εἴδη: ὁ Ὀππ. ἔχει τὸ [[ἔχις]] ὡς θηλυκ., Κυν. 3. 439. (Ἐκ τῆς √ΕΧ, ΕΓΧ, παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις, ἔχιδνα, ἔγχελυς, Ἐχίων πρβλ. Σανσκρ. ah-is Λατ. ang-uis, ang-uilla· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. unc· Λιθ. ang-uis (anguis)· ung-urys (anguilla): - ἂν οἱ Τευτονικοὶ τύποι, [[οἷον]] Ἀγγλο-Σαξον. oel, Γερμ. aal, κτλ., ἔχωσι σχέσιν τινά, πρέπει νὰ ἐσχηματίσθησαν ἀνεξαρτήτως). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:10, 2 October 2022
English (LSJ)
[Nic. Th.223, -ῑς metri gr. IG2.1660], εως, ὁ (ἡ Opp.C.3.439), gen. pl.
A ἔχεων Pl.Euthd.290a: gen. sg. ἔχιος Nic.Th.130: pl., dat. ἐχίεσσι ib.826; gen. ἐχίων ib.653; acc. ἔχιας ib.9, but ἔχεις Thphr. Char.1.7:—viper, Pl.Smp.217e, Arist.HA511a16, etc.: metaph., συκοφάντης καὶ ἔχις τὴν φύσιν D.25.96; ὥσπερ ἔχις ἢ σκορπίος ἠρκὼς τὸ κέντρον ib.52; cf. ἔχιδνα.
II = ἔχιον II, Nic.Th.541, 636, Plin. HN22.50.
German (Pape)
[Seite 1126] ιος u. εως, ὁ, fem. nur Opp. Cyn. 3, 439, sonst ist ἔχιδνα das fem., obgleich Einige dies für eine andere Schlangengattung halten, vgl. Ael. h. A. 10, 9; die Natter, Viper, Plat. Conv. 217 e u. Folgde. Übertr. sagt Dem. 25, 96 ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε, einen Menschen von Natternatur.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, rar. ἡ)
vipère, d'ord. mâle de la vipère.
Étymologie: cf. lat. anguis.
Greek (Liddell-Scott)
ἔχῐς: -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἔχεων, Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· παρὰ τῷ Νικάνδρῳ γεν. ἔχιος, πληθ. ἐχίσεσσι, ἔχιας. Ἔχιδνα, «ὀχιά», «ὄχεντρα», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 28 (ἔνθα διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὠοτόκου ὄφεως), κτλ.· συκοφάντης καὶ ἔχις τὴν φύσιν Δημ. 799. 4· πορεύεσθαι διὰ τῆς ἀγορᾶς ὥσπερ ἔχις ὁ αὐτ. 786, ἐν ἀρχῇ. - Ἡ ἔχιδνα κατὰ τὸν Νίκανδρον ἐν Θηρ. 129, εἶναι τὸ θῆλυ τοῦ ἔχεως· ἄλλοι νομίζουσιν ὅτι ἔχις καὶ ἔχιδνα εἶναι δύο διάφορα εἴδη: ὁ Ὀππ. ἔχει τὸ ἔχις ὡς θηλυκ., Κυν. 3. 439. (Ἐκ τῆς √ΕΧ, ΕΓΧ, παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις, ἔχιδνα, ἔγχελυς, Ἐχίων πρβλ. Σανσκρ. ah-is Λατ. ang-uis, ang-uilla· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. unc· Λιθ. ang-uis (anguis)· ung-urys (anguilla): - ἂν οἱ Τευτονικοὶ τύποι, οἷον Ἀγγλο-Σαξον. oel, Γερμ. aal, κτλ., ἔχωσι σχέσιν τινά, πρέπει νὰ ἐσχηματίσθησαν ἀνεξαρτήτως).
Greek Monolingual
ἔχις, -εως, ὁ, ἡ (Α)
1. έχιδνα, οχιά
2. μτφ. (για ανθρώπους) κακός, ύπουλος και επιβλαβής προς τους άλλους χαρακτήρας («ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», Δημοσθ.)
3. είδος φυτού, το έχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έχιδνα].
Greek Monotonic
ἔχῐς: -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἐχέων, οχιά, έχιδνα, σε Πλάτ.· μεταφ., συκοφάντης καὶ ἔχις τὴν φύσιν, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἔχῐς: εως ὁ гадюка (самец) (Vipera ammedytes) Plat., Arst., Dem., Plut.
Frisk Etymological English
-εως of toch PG [Pre-Greek]?
Grammatical information: m. (f.)
Meaning: viper (Att.).
Derivatives: Dimin. ἐχίδιον (Arist.) and the plant-name ἔχιον (Dsc.; because of the resemblance of the fruit with the head of a snake, Strömberg Pflanzennamen 54), ἐχίειον (Nic.); further ἐχιῆες pl. = ἔχεις (Nic. Th. 133, only metrical variant?; cf. also Boßhardt 148); ἐχῖτις f. name of a stone (Plin., after the colour; cf. Redard Les noms grecs en -της 54). - Fem. ἔχιδνα viper (Ion.-Att., Hes. Th. 297), mostly thought to be a ια-deriv. from *ἐχιδνός (Schwyzer 475; see Specht Ursprung 229 and 377), with ἐχιδν-αῖος and -ήεις (hell.); this is not very probable, however; -δνα is a typical Pre-Greek suffix; it must have been a loan from Pre-Greek.
Origin: IE [Indo-European] [292] *h₁eǵhi- snake (sic; wrong Pok.)
Etymology: If the interpretation of ἐχῖνος is correct, ἔχις must have a palatal ǵh. The comparable words for snake, Skt. áhi- = Av. aži- like Arm. iž, nust then be connected with ὄφις. Also Welsh euod Schafwürmer, euon Pferdewurmer may belong to ὄφις (Pedersen Vergl. Gramm. 1, 99, Lewis-Pedersen 29, Pok. 44. - Cf. also ἔγχελυς.
Middle Liddell
an adder, viper, Plat.; metaph., συκοφάντης καὶ ἔχις τὴν φύσιν Dem.
Frisk Etymology German
ἔχις: -εως
{ékhis}
Grammar: m. (f.)
Meaning: Viper, Otter (att.).
Derivative: Davon das Deminutivum ἐχίδιον (Arist.) und die Pflanzennamen ἔχιον (Dsk.; wegen der Ähnlichkeit der Frucht mit einem Schlangenkopf, Strömberg Pflanzennamen 54), ἐχίειον (Nik.); ferner ἐχιῆες pl. = ἔχεις (Nik. Th. 133, nur metrische Variante?; vgl. auch Boßhardt 148); ἐχῖτις f. N. eines Steins (Plin. u. a., nach der Farbe; vgl. Redard Les noms grecs en -της 54). — Fem. ἔχιδνα Viper, Otter (ion. att. seit Hes. Th. 297), wohl ια-Ableitung von *ἐχιδνός (Schwyzer 475 m. Lit.; dazu Specht Ursprung 229 und 377), mit ἐχιδναῖος und -ήεις (hell. u. sp. Dichter).
Etymology: Wenn die oben gegebene Herleitung von ἐχῖνος richtig ist, muß ἔχις ein palatales ĝh enthalten. Die anklingenden Wörter für Schlange, aind. áhi- = aw. aži- ebenso wie arm. iž, sind dann mit ὄφις zu verbinden. Auch kymr. euod Schafwürmer, euon Pferdewurmer dürften zu ὄφις gehören (Pedersen Vergl. Gramm. 1, 99, Lewis-Pedersen 29, Pok. 44; anders Fick 2, 27). — Vgl. auch ἔγχελυς.
Page 1,601-602