ἑταιρεῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1046.png Seite 1046]] ion. ἑταιρήϊος, den Genossen, Freund betreffend, [[Ζεύς]], der Vorsteher u. Beschützer aller Verbindungen u. Genossenschaften, Her. 1, 44; Diphil. Ath. X, 446 d XIII, 572 d u. A.; – [[φόνος]], des Freundes, Alc. Mess. 4 (IX, 519); – [[φιλότης]], buhlerisch, H. h. Merc. 58; [[στόλος]], einer Hetäre, Antiphil. 1 (IX, 415).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1046.png Seite 1046]] ion. ἑταιρήϊος, den Genossen, Freund betreffend, [[Ζεύς]], der Vorsteher u. Beschützer aller Verbindungen u. Genossenschaften, Her. 1, 44; Diphil. Ath. X, 446 d XIII, 572 d u. A.; – [[φόνος]], des Freundes, Alc. Mess. 4 (IX, 519); – [[φιλότης]], buhlerisch, H. h. Merc. 58; [[στόλος]], einer Hetäre, Antiphil. 1 (IX, 415).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui préside aux amitiés, aux réunions d’amis (Zeus).<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑταιρεῖος''': -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· [[φόνος]] ἑτ., ὁ [[φόνος]] συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. [[ἐρωτικός]], [[πλήρης]] ἀγάπης, ἑτ. [[φιλότης]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415.
|lstext='''ἑταιρεῖος''': -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· [[φόνος]] ἑτ., ὁ [[φόνος]] συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. [[ἐρωτικός]], [[πλήρης]] ἀγάπης, ἑτ. [[φιλότης]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui préside aux amitiés, aux réunions d’amis (Zeus).<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑταιρεῖος Medium diacritics: ἑταιρεῖος Low diacritics: εταιρείος Capitals: ΕΤΑΙΡΕΙΟΣ
Transliteration A: hetaireîos Transliteration B: hetaireios Transliteration C: etaireios Beta Code: e(tairei=os

English (LSJ)

α, ον, Ion. ἑταιρήϊος, η, ον, (ἑταίρειος Hdn.Gr.1.137):—A of companions or belonging to companions: Ζεὺς ἑταιρεῖος = presiding over fellowship, Hdt.1.44, Diph.20, D.Chr. 1.39, etc.; so, of God, Ph.2.452; φόνος ἑταιρεῖος = the murder of a comrade, AP9.519 (Alc. Mess.). II amorous, ἑ. φιλότης h.Merc.58; στόλος AP9.415 (Antiphil.). III ἑταιρεῖον, τό, house of a ἑταίρα, Sch. Ar.Eq.873.

German (Pape)

[Seite 1046] ion. ἑταιρήϊος, den Genossen, Freund betreffend, Ζεύς, der Vorsteher u. Beschützer aller Verbindungen u. Genossenschaften, Her. 1, 44; Diphil. Ath. X, 446 d XIII, 572 d u. A.; – φόνος, des Freundes, Alc. Mess. 4 (IX, 519); – φιλότης, buhlerisch, H. h. Merc. 58; στόλος, einer Hetäre, Antiphil. 1 (IX, 415).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui préside aux amitiés, aux réunions d’amis (Zeus).
Étymologie: ἑταῖρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, Ζεὺς ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· φόνος ἑτ., ὁ φόνος συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. ἐρωτικός, πλήρης ἀγάπης, ἑτ. φιλότης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415.

Greek Monolingual

ἑταιρεῑος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) εταίρος
1. αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος φόνος» — ο φόνος εταίρου, συντρόφου)
2. ερωτικός, γεμάτος αγάπη
3. φρ. «Ζεὺς ἑταιρεῑος» — ο Ζευς ως προστάτης της φιλίας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑταιρεῖον
το σπίτι της εταίρας.

Greek Monotonic

ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, εταιρικός, συντροφικός· Ζεὺς ἑτ., προστάτης της φιλίας, σε Ηρόδ.· φόνος ἑτ., φόνος συντρόφου, φίλου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἑταιρεῖος:
1) относящийся к другу: φόνος ἑ. Anth. убийство друга;
2) покровительствующий дружбе (Ζεύς Her.; θεός Arst.);
3) влюбленный, любовный (φιλότης HH);
4) надеваемый гетерами, гетерин (στόλος Anth.).

Middle Liddell


of or belonging to companions, Ζεὺς ἑτ. presiding over fellowship, Hdt.; φόνος ἑτ. the murder of a comrade, Anth.