ἰάσιμος: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=i)a/simos | |Beta Code=i)a/simos | ||
|Definition=[ῑᾱ], Ion. [[ἰήσιμος]], ον, ([[ἰάομαι]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[curable]], of persons, φαρμάκοις <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>475</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.Sacr.</span>11</span>; opp. [[ἀνίατος]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>941d</span>, etc.; διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὤν <span class="bibl">Antipho 4.2.4</span>: metaph., [[appeasable]], θεός <span class="bibl">E. <span class="title">Or.</span>399</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of [[wound]]s, [[τραῦμα]] ἰάσιμον. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>878c</span>: metaph., ἰάσιμον [[ἁμάρτημα]] <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>525b</span>; κακά <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>731d</span>; ἰ. τὸ πάθος <span class="bibl">Alex.124.4</span>.</span> | |Definition=[ῑᾱ], Ion. [[ἰήσιμος]], ον, ([[ἰάομαι]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[curable]], of persons, φαρμάκοις <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>475</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.Sacr.</span>11</span>; opp. [[ἀνίατος]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>941d</span>, etc.; διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὤν <span class="bibl">Antipho 4.2.4</span>: metaph., [[appeasable]], θεός <span class="bibl">E. <span class="title">Or.</span>399</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of [[wound]]s, [[τραῦμα]] ἰάσιμον. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>878c</span>: metaph., ἰάσιμον [[ἁμάρτημα]] <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>525b</span>; κακά <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>731d</span>; ἰ. τὸ πάθος <span class="bibl">Alex.124.4</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />guérissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰάσιμος''': ῑᾱ, ον, ([[ἰάομαι]]) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, [[θεραπεύσιμος]], [[εὐθεράπευτος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνίατος]], ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι [[ἰάσιμος]] ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, [[τραῦμα]] ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον [[ἁμάρτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ [[πάθος]] Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4. | |lstext='''ἰάσιμος''': ῑᾱ, ον, ([[ἰάομαι]]) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, [[θεραπεύσιμος]], [[εὐθεράπευτος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνίατος]], ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι [[ἰάσιμος]] ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, [[τραῦμα]] ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον [[ἁμάρτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ [[πάθος]] Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:20, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῑᾱ], Ion. ἰήσιμος, ον, (ἰάομαι) A curable, of persons, φαρμάκοις A.Pr.475, cf. Hp.Morb.Sacr.11; opp. ἀνίατος, Pl.Lg.941d, etc.; διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὤν Antipho 4.2.4: metaph., appeasable, θεός E. Or.399. 2 of wounds, τραῦμα ἰάσιμον. Pl.Lg.878c: metaph., ἰάσιμον ἁμάρτημα Id.Grg.525b; κακά Id.Lg.731d; ἰ. τὸ πάθος Alex.124.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
guérissable.
Étymologie: ἰάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάσιμος: ῑᾱ, ον, (ἰάομαι) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, θεραπεύσιμος, εὐθεράπευτος, ἀντίθ. τῷ ἀνίατος, ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι ἰάσιμος ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, τραῦμα ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον ἁμάρτημα ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ πάθος Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, -ον)
(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος
αρχ.
αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ θεός, ἀλλ' ὅμως ἰάσιμος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βρώσιμος, πόσιμος)].
Greek Monotonic
ἰάσιμος: [ῑᾱ], -ον (ἰάομαι), αυτός που μπορεί να γιατρευτεί, θεραπεύσιμος, αντίθ. προς το ἀνίατος, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., αυτός που καταπραΰνεται εύκολα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἰάσιμος: (ῑᾱ), ион. ἰήσιμος 2
1) излечимый, исцелимый (τραῦμα Plat.; ὁποίοις φαρμάκοις Aesch.; νοσήματα Plut.);
2) поправимый (ἁμαρτήματα, κακά Plat.; πλημμελήματα Plut.);
3) могущий исправиться: ἐάν τε ἰ. ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. (указывать), представляется ли, что (осужденный) может исправиться, или что он неисправим;
4) могущий быть умилостивленным, умолимый (θεός Eur.).
Middle Liddell
ἰάσιμος, ον ἰάομαι
to be cured, curable, opp. to ἀνίατος, Aesch., Plat., etc.: metaph. appeasable, Eur.